Παράλληλη αναζήτηση
| 21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλόζη [amilózi] η, chem
- amylose
[fr Fr amylose 'id.']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλόκοκκος ο [amilókokos] Ο20α : κόκκος από άμυλο που συναντάται σε φυτικά κύτταρα.
[λόγ. αμυλο- + κόκκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλόκολλα η [amilókola] Ο27α : κόλλα που πρασκευάζεται από άμυλο.
[λόγ. αμυλο- + κόλλα μτφρδ. γαλλ. colle d΄amidon]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλόκολλα [amilókola] η, chem
- starch glue, starch paste (syn αλευρόκολλα)
- ⓐ laundry starch (syn κόλλα των υποκαμίσων)
[cpd w. κόλλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλόπνευμα [amilópnevma] το, (L) chem
- amyl alcohol (syn in αμυλαλκοόλη)
[cpd w. πνεύμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοποιείο [amilopiío] το,
- starch factory
[der of αμυλοποιός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοποιός [amilopiós] ο, η,
- starch manufacturer
[cpd w. -ποιός: ποιώ 'make']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλοσάκχαρο το [amilosákxaro] Ο42 : (λόγ.) αμυλοζάχαρο.
[λόγ. αμυλο- + σάκχαρον μτφρδ. αγγλ.(;) starch sugar]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοσάκχαρο [amilosákxaro] το, (L) chem
- dextrose (syn γλυκόζη)
[cpd w. σάκχαρον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλούχος -α -ο [amilúxos] Ε4 : που περιέχει άμυλο: Οι αμυλούχες τροφές παχαίνουν.
[λόγ. αμυλ(ο)- + -ούχος]



