Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμισθί [amisθí] επίρρ. : (λόγ.) χωρίς μισθό: Εργάζεται ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμισθί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμισθί [amisθí] adv (L) (& αμιστί)
- without payment, gratis, for nothing (syn χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, δωρεάν, έτσι):
- υπηρετεί ~ ως δόκιμος |
- προσφέρεται να εργασθεί ~ |
- γράφτηκα ότι θέλω δουλέψει την πατρίδα μου με πίστη κι αμιστί (Makryg) |
- το προσωπικό του ορφανοτροφείου υπηρετεί ~ (Venezis) |
- γιατρεύουμε και ζω, όλα τα ζωντανά του Θεού, αμιστί, μόνο καμιά φορά (άνθρωπος είμαι και γω) δέχομαι κάνα δώρο, λίγο ρακί κλ (KValetas)
[fr kath ← K, PatrG ← AG ἀμισθί]
- without payment, gratis, for nothing (syn χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, δωρεάν, έτσι):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμισθία η.
-
- Tο να μην παίρνει κάποιος μισθό, έλλειψη μισθού:
- (Παράφρ. Xων. 358).
[μτγν. ουσ. αμισθία]
- Tο να μην παίρνει κάποιος μισθό, έλλειψη μισθού:



