Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιγής -ής -ές [amijís] Ε10 : που δεν περιέχει ξένα στοιχεία και επομένως είναι καθαρός: Aμιγείς ελληνικοί πληθυσμοί διατηρήθηκαν σε δυσπρόσιτες περιοχές της M. Aσίας. ~ χαρά / ευχαρίστηση. H ~ λαϊκή παράδοση, ανόθευτη. (απαρχ. έκφρ.) ουδέν κακόν* αμιγές καλού.
αμιγώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμιγής· λόγ. < ελνστ. ἀμιγῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιγής, -ής, -ές [amiyís] (L)
- ① unmixed, unmingled, unalloyed, unadulterated, pure (syn άμικτος, ανάμικτος, ανόθευτος, καθαρός, ant μικτός, ανάκατος, ανακατωμένος, νοθευμένος):
- ~ χρυσός (αμιγές χρυσάφι) |
- ~ ποιότητα unalloyed quality |
- gnom ουδέν κακόν αμιγές καλού (L) even in unfavorable circumstances sth good is found to exist |
- ξανθοί με αμιγή γαλανά μάτια στα Σφακιά κλ (Poulianos) |
- ~ σειρά genetics pure line |
- μόνον ο αίγαγρος της Kρήτης είναι ο πραγματικώς ~ (Maniatop) |
- σκυλιά όχι αμιγούς κυνηγετικής ράτσας (Ouranis) |
- ~ ελληνικότητα, ~ ελληνικός χαρακτήρας |
- οι κάτοικοι των πόλεων δεν έμειναν απόλυτα αμιγείς (Vacalop) |
- ύστερ' από το ανακάτωμα των λαών ξαναφάνηκε κάπως πιο αμιγές το ελληνικό στοιχείο στην επιφάνεια (Tsatsos) |
- το επαγγελματικό στοιχείο δεν είναι αμιγές κακού (Dimaras) |
- έργο αμιγούς κρητικής τέχνης του 16ου αιώνα |
- βασιλική αμιγούς τύπου |
- το στυλ του αγάλματος θεωρήθηκε όχι και τόσο αμιγές κλασικό (Despinis) |
- σχήματα και χρώματα με καθαρή ομορφιά, ικανά να χαρίσουν την αμιγή ηδονή της ομορφιάς αυτής (Andronikos) |
- ~ μουσική |
- η ~, η αψεγάδιαστη δημοτική |
- στην τραγωδία Πολυξένη, γραμμένη σε αμιγέστερη δημοτική, βρίσκουμε πού και πού κάποια γλωσσική χάρη (Dimaras) |
- ~ αλήθεια |
- ~ γνώση, e.g. την ακέραιη και αμιγή γνώση μόνο ο "Θεός" την έχει (Papanoutsos) |
- τα αισθήματα δεν είναι ποτέ αμιγή |
- το αμιγές πνεύμα του Mαρξ και τουΈνγγελς (Theotokas) |
- o Σβάιτσερ (Albert Schweitzer) κατακτούσε την αμιγέστερη ανθρώπινη συνείδηση (Panagiotop) |
- poem ... ενόσω ζούνε | μακριά της Mνήμης τούτης, κυρίαρχης και αμιγούς (Papatsonis)
- ② polit not combined w. elements of another body, party, system etc:
- κανένα από τα δύο συστήματα δεν είναι αμιγές (Dizikirikis) |
- ~ αναλογική straight proportional representation system |
- ~ εκλογικός συνδυασμός one party ticket (fr K àμιγής ← AG
- ① unmixed, unmingled, unalloyed, unadulterated, pure (syn άμικτος, ανάμικτος, ανόθευτος, καθαρός, ant μικτός, ανάκατος, ανακατωμένος, νοθευμένος):



