Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάπειστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμετάπειστος -η -ο [ametápistos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν τον έχουν μεταπείσει, δεν τον έχουν κάνει να αλλάξει ορισμένη απόφαση ή γνώμη: Είναι / μένει κάποιος ~.

[λόγ. < αρχ. ἀμετάπειστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάπειστος, -η, -ο [ametápistos]
  • ① unpersuaded, unconvinced:
    • είναι ~ |
    • ~ ακροατής, ~ αναγνώστης |
    • κουνούσε το κεφάλι του ~ |
    • παρά τις τόσες παρακλήσεις έμεινε ~ |
    • όταν μάλιστα πρόκειται για την επιστήμη, εκεί είναι αληθινά ~ και αμετακίνητος (Panagiotop) |
    • η αντίδραση της κυρα-Mαριγώς στο γάμο του τον στενοχωρεί· η γριά είναι παράλογα αμετάπειστη (Karagatsis) |
    • poem αλλά διαβλέποντας τους σκοπούς μου | αποτραβήχτηκαν αμετάπειστοι (Lygizos)
  • ② unpersuadable, unconvincible, obstinate, stubborn, adamant (near-syn άκαμπτος, ακλόνητος, αλύγιστος):
    • ο ~ νεαρός επαναστάτης |
    • αμετάπειστη επιμονή |
    • άλλοι ήθελαν να το βγάλουν το πλοίο Nτίνο κι άλλοι, οι περισσότεροι, φανατικοί κι αμετάπειστοι Bενιζελικοί, επέμεναν να το πουν Λευτέρη (Koumantareas) |
    • παρά τις απειλές και τις υποσχέσεις οι κρυπτοχριστιανοί μένανε αμετάπειστοι· τότε αναγκαστήκανε να τους εγγράψουν ως χριστιανούς (Milioris) |
    • poem τι θα κάνουν εκείνοι, που έχουν | τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια | της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα; (Karelli) |
    • ... θερινό, ελληνικό μεσημέρι, | όταν το φως αμετάπειστο χυμούσε απ' τα παράθυρα κι ακούγονταν έξω | παράφορα τζιτζίκια κλ (Ritsos)

[fr AG, K, PatrG ἀμετάπειστος, cpd w. AG μεταπειστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες