Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλώνω [alóno] -ομαι Ρ1 : (σπάν.) 1. κυριεύω. 2. κυριαρχώ.

[λόγ. άλω(σις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: ουσ. -ωσις > -ωση - ρ. > -ώνω, π.χ. δήλω(σις) -ση - δηλώ > δηλώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες