Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσιδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδώνω [alisi∂óno] ppp αλυσιδωμένος
  • tie w. a chain, to chain (syn αλυσοδένω 1)

[fr MG αλυσιδώνω ← K, AG ἁλυσιδῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες