Παράλληλη αναζήτηση
| 12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιώ s. αλλοιούμαι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιωμένος, -η, -ο [alioménos] (L)
- ① changed, usu worsened, deteriorated (in the process) (ant αναλλοίωτος):
- αλλοιωμένο κρέας tainted meat |
- ξένος με όψη αλλοιωμένη |
- η μορφή του ωχρή, αλλοιωμένη, φοβισμένη |
- μίλησε με αλλοιωμένη φωνή |
- κάπως αλλοιωμένη η προφορά των αποδήμων Eλλήνων |
- λέξεις αναλλοίωτες είτε αλλοιωμένες |
- λόγια στοιχεία παρουσιάζονται αλλοιωμένα στα τραγούδια |
- mus~ φθόγγος inflected note |
- αλλοιωμένο κείμενο corrupt text |
- εμπειρίες αλλοιωμένες |
- αλλοιωμένο το νόημα |
- η απάντηση δόθηκε σημαντικά αλλοιωμένη |
- το δωρικό στοιχείο ανακατεμένο με εποίκους άλλους αναζωογόνησε το κουρασμένο και αλλοιωμένο αίμα (Floros) |
- ο ηθικά ~ από το ναυάγιο ή το έγκλημα εαυτός μας (Papanoutsos) |
- κάποιοι ήρωες του Xάμσουν θέλουν να παρουσιάσουν μια αλλοιωμένη εικόνα του εαυτού τους (Chatzinis) |
- απωθούν τον άντρα με αλλοιωμένο από σπασμούς πρόσωπο (Katsigra) |
- οι παραδόσεις παρουσιάζουν σχεδόν πάντοτε πολύ αλλοιωμένα τα γεγονότα (Vacalop)
[new ppp of αλλοιούμαι: αλλοιώ]
- ① changed, usu worsened, deteriorated (in the process) (ant αναλλοίωτος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλοιώνομαι.
-
- 1) Aποκτώ διαφορετική έκφραση, διαφορετική διάθεση:
- ο βασιλεύς, ως το ήκουσεν, εχάθην, ηλλοιώθην (Διήγ. Bελ. χ 326).
- 2) Aσχημίζω:
- το κάλλος του προσώπου της τελείως ηλλοιώθην (Φλώρ. 75).
[αρχ. αλλοιόομαι. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Aποκτώ διαφορετική έκφραση, διαφορετική διάθεση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοιώνω [alióno] -ομαι Ρ1 : 1.για κτ. που προκαλεί την αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H υψηλή θερμοκρασία αλλοιώνει τα φάρμακα. Kαταδικάστηκε έμπορος που πουλούσε αλλοιωμένα τρόφιμα. 2. μεταβάλλω κτ. ως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, κυρίως προς το χειρότερο: H πολλή ζάχαρη αλλοιώνει τη γεύση του καφέ. Ο ήλιος αλλοιώνει τα χρώματα. Tα λατομεία αλλοίωσαν το περιβάλλον. Tα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί από το φόβο, είχαν παραμορφωθεί. Tα στοιχεία της δικογραφίας έχουν αλλοιωθεί, έχουν παραποιηθεί. || (μτφ.): Ο παραδοσιακός πολιτισμός μας αλλοιώνεται καθημερινά. Aλλοιώθηκε ο χαρακτήρας των πόλεων.
[λόγ. < αρχ. ἀλλοι(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. αλλοιώνομαι)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιώνω [alióno] prp αλλοιώνοντας, aor αλλοίωσα, subj αλλοιώσω, pf έχω αλλοιώσει, mediop pr αλλοιώνομαι, ipf αλλοιωνόντουσαν, aor αλλοιώθηκε, subj αλλοιωθώ, pf έχει αλλοιωθή, plupf ήταν αλλοιωμένο, ppp αλλοιωμένος
- ① alter, change (syn κάνω κτ διαφορετικό απ' ό,τι είναι, αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω, τροποποιώ):
- ένα αντικείμενο αλλοιώνει το άλλο |
- τα λάθη αλλοιώνουν το νόημα |
- οι φθορές δεν είναι αρκετές για να αλλοιώσουν το φρούριο |
- κάποιο καρκινογόνο αίτιο αλλοιώνει ένα ορισμένο κύτταρο |
- οι επισκευές δεν αλλοίωσαν τον αρχικό χαρακτήρα του κτιρίου |
- η απόσταση μέσα στο χρόνο αλλοιώνει αδιόρατα τα γεγονότα |
- δεν έκρινα σκόπιμο ν' αλλοιώσω τη μορφή του μελετήματος |
- η πνοή της τέχνης μοιάζει με θεία ευλογία |
- αλλοιώνει και πρόσωπα και πράγματα (Papanoutsos) |
- αλλοίωσε όσο μπορεί ο λόγιος να αλλοιώση την μορφή του κόσμου γύρω του (Dimaras) |
- η φωτιά διαπερνά τα μόρια του σιδήρου και τους αλλοιώνει τη συνοχή και τη σύσταση (Papatsonis) |
- επιδράσεις κυριαρχικές αλλοιώνουν την ίδια τη φύση του ανθρώπου, προκαλούν μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση (Chatzinis) |
- poem και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι | αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού (Elytis)
- ⓐ mediop αλλοιώνομαι be altered, be changed:
- γνώρισμα που δεν αλλοιώνεται |
- τους αλλοιώνεται όλη η ύπαρξη |
- αλλοιώθηκε η όψη του από το χρόνο |
- η αλήθεια δεν αλλοιώνεται κι όταν ακόμα οι άνθρωποι την αγνοούν, την ξεχνούν ή την διασύρουν (Vrettakos) |
- τ' όμορφο στρογγυλό γράψιμό του ήταν αλλοιωμένο· φαίνεται πως το χεράκι του έτρεμε (Moskovis) |
- τα χρώματα έχουν αλλοιωθεί από τη φωτιά |
- η τελευταία έκδοση έχει αλλοιωθεί γλωσσικά |
- στοιχεία της λαϊκής παραδόσεως έχουν αλλοιωθή με το πέρασμα των αιώνων (Vacalop)
- ② fig make sth worse, worsen, deteriorate, adulterate, falsify, debase, distort (syn χειροτερεύω; νοθεύω, κιβδηλεύω, παραποιώ, παραχαράσσω; παραμορφώνω):
- ο τρούλος δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της παλαιάς εκκλησίας |
- ο αντιγραφέας αλλοίωσε το κείμενο |
- οι διασκευές αλλοίωσαν το χαρακτήρα του έργου |
- εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη που είχε ήδη κάνει ο κληρονομούμενος (Christidis AK) |
- τον αιώνιο άνθρωπο κανένα διαφοροποιημένο περιβάλλον δε φαίνεται ικανό ν' αλλοιώση (Melas) |
- αγνοούν ό,τι μπορεί να νοθεύση ή επιζήμια να αλλοιώση τον ελληνική ιδιοτυπία και τις πηγές της εθνικής ζωής (Charis) |
- η πείνα, η κακουχία, το κρύο δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι (Nakou) |
- η καθαρεύουσα του σχολείου τού αλλοιώνει (sc του παιδιού) το γλωσσικό του αίσθημα (Theotokas)
- ⓑ mediop αλλοιώνομαι be deteriorated, debased, distorted etc:
- τα τρόφιμα αλλοιώθηκαν στη ζέστη were tainted |
- το φάρμακο είναι αλλοιωμένο |
- κινδύνευε να αλλοιωθή ο πολιτισμός του τόπου (Theotokas) |
- η μέθοδος αυτή αλλοιώνεται και νοθεύεται από τη φύση των πραγμάτων (Tsatsos) |
- τα νερά των δυο ποταμιών αλλοιώνονται αμοιβαία, γίνονται πιο θολά (Ouranis) |
- διήγημα ... απλό σαν αλήθεια που δεν αλλοιώνεται από εποχές κι από τόπους (Charis)
[fr MG αλλοιώνω, -ώνομαι ←AG ἀλλοιῶ, -οῦμαι]
- ① alter, change (syn κάνω κτ διαφορετικό απ' ό,τι είναι, αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω, τροποποιώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιώς
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλοίωση η [alíosi] Ο33 : 1.αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών: H ψύξη προστατεύει τα τρόφιμα από την ~. || (ιατρ.) παθολογική μεταβολή σε ιστούς και όργανα: Aλλοιώσεις του δέρματος. 2α. μεταβολή, κυρίως προς το χειρότερο, που υφίσταται κτ. ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: H ~ των ήχων / της εικόνας οφείλεται σε τεχνικές ατέλειες των μηχανημάτων αναπαραγωγής, παραμόρφωση. ~ των χρωμάτων, ξεθώριασμα. ~ του πληθυσμού, αλλαγή ως προς τη σύνθεσή του με την αύξηση των ξένων στοιχείων. || (μτφ.): H ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος, η νόθευση. β. (μουσ.) αύξηση ή μείωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο. || το σημάδι που δηλώνει την παραπάνω αύξηση ή μείωση (δίεση, ύφεση, αναίρεση).
[λόγ. < αρχ. ἀλλοίω(σις) `μετατροπή΄ -ση σημδ. γαλλ. altération]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοίωση [alíosi] η, pl αλλοιώσεις (L)
- ① change, alteration, modification, variation (syn αλλαγή, μεταβολή, μετατροπή):
- ~ του είδους alteration of the species |
- αλλοιώσεις στο σώμα και στην ψυχή |
- σωματικές αλλοιώσεις, ψυχολογικές αλλοιώσεις |
- εσωτερικές αλλοιώσεις φθείρουν σιγά σιγά τα διάφορα όργανα του ανθρώπου, ώστε αρρωσταίνει |
- archit αλλοιώσεις μορφικές και θεματικές |
- αλλοιώσεις του προσώπου |
- ~ της φωνής |
- αλλοιώσεις της διαγωγής |
- ~ της προσωπικότητας, ~ του χαρακτήρα |
- ~ της πίστης |
- ~ του αρχαίου χριστιανισμού |
- λαϊκά σπίτια χτισμένα χωρίς καμιά ξένη αρχιτεκτονική ~ |
- το ύφος της βυζαντινής τέχνης υπέστη αλλοιώσεις (Michelis) |
- ~ ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα (Christidis AK) |
- mineral. ~ ορυκτών alteration of minerals |
- ~ της γλώσσας |
- ~ της προφοράς, e.g. βαθιές αλλοιώσεις παρουσιάζει η προφορά της γλώσσας |
- ~ φθόγγου (συμφώνου, φωνήεντος) |
- η γλώσσα παθαίνει αλλοιώσεις με τις επιδράσεις που δέχεται |
- μορφολογικές αλλοιώσεις changes of words in their forms |
- ~της αρχικής ιδέας |
- ~ των κοινωνικών συνθηκών |
- η επιγραφή παρουσιάζει πολλές αλλοιώσεις |
- τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του ελληνισμού δεν παρουσιάζουν αισθητή ~ (Dimaras) |
- παθαίνουν μια ουσιαστική ~ τα καλλιτεχνικά φαινόμενα, καθώς μεταφράζονται σε λόγο (Karouzos) |
- ~ των ηθών |
- ο ηθικός κώδικας έχει υποστή σοβαρές αλλοιώσεις (Panagiotop)
- ② change to the worse, deterioration, adulteration (syn φθορά, χάλασμα):
- ~ των τροφίμων adulteration of the foodstuffs
- ⓐ med degeneration:
- ~ κυττάρου, ώστε γίνεται ελαττωματικό |
- also, lesion |
- τοξική ~toxic lesion
- ③ tampering w., falsification, forgery (syn νόθευση, παραποίηση):
- ~ σφραγίδων |
- ~ εγγράφου |
- ~ του κειμένου, e.g. το κείμενο έχει υποστή πολλές αλλοιώσεις και προσθήκες (Papanoutsos) |
- ~ των γραπτών |
- ~ του αποτελέσματος των εκλογών, των εξετάσεων κλ
- ④ mus accidental
[fr MG αλλοίωσις ← K, PatrG ← AG]
- ① change, alteration, modification, variation (syn αλλαγή, μεταβολή, μετατροπή):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιώτικα s. αλλιώτικα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλοιωτικά [aliotiká] adv (L)
- alteratively, w. changes:
- ίσως επεξεργάσθηκε ~ το αρχικό κείμενο της κριτικής (Despotop)
[der of αλλοιωτικός]
- alteratively, w. changes:



