Combined Search
117 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλά [alá] σύνδ. αντιθ. : μα. I. εισάγει έννοια ή πρόταση που βρίσκεται σε αντίθεση με την προηγούμενη ή απλώς την περιορίζει: 1. (μερικές φορές ~ όμως) σε απλή αντιθετική σύνδεση: Tο σπιτάκι τους ήταν παλιό, ~ νοικοκυρεμένο. Πήγα να τους αποχαιρετήσω, ~ όμως δεν τους πρόλαβα. Είναι πανέξυπνος, ~ τεμπέλης. Δεν είναι όμορφος, ~ όμως μου αρέσει. Tου μίλησαν όχι άσχημα, ~ ευγενικά και συμβουλευτικά, δεν του μίλησαν άσχημα
Όχι σήμερα, ~ αύριο οπωσδήποτε θα ΄ρθω, αν όχι σήμερα, αύριο όμως
|| συχνά η αντίθεση είναι προς κτ. που εννοείται: Δεν του τηλεφώνησα, ~ και τι να του έλεγα;, τι να του έλεγα, αν του τηλεφωνούσα; || ύστερα από τελεία (βλ. και σημ. I4γ): Σας καθυστερώ. ~ δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. α. ~ (όμως) και: α1. όταν υπάρχει άρνηση και στα δύο μέλη· αλλά ούτε και: Δεν κέρδισα, ~ όμως και δεν έχασα. Δεν είναι όμορφη, ~ και άσχημη δεν μπορείς να την πεις. α2. χωρίς να υπάρχει άρνηση, όταν με το β' μέλος εκφράζεται μία επιπλέον αλλά ισότιμη πληροφορία με αυτήν που εκφράζει το α' μέλος της σύνδεσης: Είναι έξυπνος, ~ όμως και διαβάζει πολύ, αλλά διαβάζει και πολύ. Δουλεύει σκληρά, ~ όμως και πληρώνεται καλά, αλλά όμως πληρώνεται καλά. β. ναι μεν
αλλά
και, για περιπτώσεις σύνδεσης κατά την οποία με το α' μέλος εκφέρεται ο βασικός όρος, αυτό που κυρίως συμβαίνει, ενώ με το β' μέλος ο δευτερεύων, ο όχι απόλυτα καθοριστικός αλλά ούτε και αμελητέος όρος: Nαι μεν θα γίνει η επιλογή με βάση τη σειρά επιτυχίας, ~ όμως θα ληφθεί υπόψη και η προϋπηρεσία. || συχνά στον προφορικό λόγο στην έκφραση ναι μεν ~, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής γενικά συμφωνεί αλλά έχει και ορισμένες επιφυλάξεις. 2. (συνήθ. όχι μόνο / μονάχα
~ και) σε επιδοτική αντιθετική σύνδεση (το β' μέλος παρουσιάζεται με έμφαση ως πιο σημαντικό ή ενδιαφέρον): Tου συμπαραστάθηκαν όχι μόνο ηθικά, ~ και υλικά, παρά και υλικά. Δεν τον συνάντησα, ~ ούτε και θέλω να τον συναντήσω. Όχι μόνο τις περιουσίες τους, ~ και τη ζωή τους ακόμη έδωσαν για τον αγώνα, παρά και τη ζωή τους. Όχι μονάχα δεν το παραδέχτηκε, ~ μάλιστα φώναζε κι από πάνω. 3. ~ και να, συχνά ύστερα από αρνητική πρόταση, εισάγει παραχωρητική πρόταση: Δεν ξέρω τίποτε σχετικό, ~ και να ήξερα, πάλι δε θα σου έλεγα, αλλά κι αν ακόμη ήξερα δε θα σου έλεγα. Όχι που ξέρω τίποτε, ~ και να ξέρω πάλι δε θα σου πω, αλλά κι αν ήξερα πάλι δε θα σου έλεγα. 4. σε διάλογο βοηθά συχνά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. συναφές προς τα προηγούμενα· ειδικότερα εισάγει: α. τον όρο ή την απαραίτητη προϋπόθεση που πρέπει να ισχύσει, για να συμβεί αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως: Θα έρθω μαζί σας· ~ όμως, όχι με τα πόδια. Θα πάμε σινεμά, ~ μόνο αν κοιμηθείτε το μεσημέρι. β. (~ έλα όμως / πάλι που) το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι είναι δύσκολο αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως (συχνά με ερωτηματικό τόνο): Θέλω να έρθω· ~ έλα όμως που δεν αισθάνομαι καλά. γ. την άποψη του ομιλητή: Γυρνάμε με τα πόδια; - Nαι, ~ θ΄ αργήσουμε πολύ. Έχετε δίκιο· ~ ήταν κτ. που δεν εξαρτιόταν από μένα. Όλα ήταν όμορφα ~ πιο πολύ μου άρεσε
|| σε ερωτήσεις: Aς συνεχίσουμε την πορεία μας. ~ τι έχεις εσύ και δε σηκώνεσαι; Θέλω να έρθω· ~ πού ν΄ αφήσω τα παιδιά; || (προφ.) συχνά η πρόταση σταματάει στο αλλά, όταν ο ομιλητής δεσμεύεται και δεν μπορεί να συνεχίσει: Ξέρω τι χρειάζεται, ~
! δ. έντονη αντίρρηση σε σύντομες κοφτές απαντήσεις: Nαι, ~ δεν είναι εύκολο. Σου το δίνω για ενθύμιο. -~ μου είναι αδύνατο, δεν το δέχομαι. ε. έντονη προτροπή ή προσταγή (συνοδεύεται από ανάλογη έγκλιση): Συνάντησα πολλά εμπόδια. ~ ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. ~ πάμε λοιπόν. ~ έλα, ας ξεκινήσουμε. ~ πάψε / σταμάτα επιτέλους. 5. σε επιφωνηματική χρήση: α. (πάντα με το τι και επανάληψη της σχολιαζόμενης λέξης του α' μέλους) σε αναφωνήσεις θαυμασμού ή ικανοποίησης: Tα μάτια της ήταν γαλανά· ~ τι γαλανά! Φάγαμε κτ. ψάρια, ~ τι ψάρια! β. (προφ.) στη θέση έντονης καταφατικής απάντησης: Δε θα γράψεις; -~ (τι);, και βέβαια θα γράψω. Θα έρθεις μαζί μας; -~;, φυσικά. II. (ως ουσ.) γι΄ αυτό που αποτελεί αντίθετη άποψη, εμπόδιο, επιφύλαξη: Πάντα προβάλλει ένα ~. Δυστυχώς υπάρχει και ~.
[αρχ. ἀλλά (I1β: λόγ. χρήση)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλά, σύνδ.
-
- 1) (Aντιθ.) αλλά, όμως:
- (Xρον. Mορ. P 1124).
- 2) (Eπιτ.) όμως, και μάλιστα:
- ως έμαθον, εχάρησαν, αλλά χαράν μεγάλην (Kαλλίμ. 2002).
- 3) (Mε το και σε καταφατικές προτάσεις και το ουδέ σε αποφατικές) επίσης και, ακόμα και, επιπροσθέτως:
- (Bέλθ. 1091)·
- φίλον ουκ έχει οπού θαφεί, αλλ’ ουδ’ απ’ αποθάνει (Aπόκοπ. 162).
[αρχ. σύνδ. αλλά. H λ. και σήμ.]
- 1) (Aντιθ.) αλλά, όμως:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλα [ála] τα, (& τ' άλλα [tála])
- in phr κατά τα (or τ') ~ in other respects:
- κατά τα άλλα είμαι ευχαριστημένος |
- κατά τ' ~ είναι καλός άνθρωπος |
- κατά τ' ~ η κύρια αντίθεση του K. προς τον Έγελο φαίνεται, όταν συγκεντρώσωμε την προσοχή μας ... στις έννοιες ύπαρξη και υπάρχω (Theodorakop) |
- κατά τα ~ το Tοβάριτς δεν είναι ίσως λιγότερο έξυπνο από ένα έργο του Σω (Athanasiadis-N) |
- κατά τα ~ το Φιντανάκι διατηρεί την αλήθεια του και την ποίησή του (id.) |
- κατά τα ~ ακολουθεί τον Σολωμό στην νεανική του περίοδο (Dimaras) [fr prep phr w. τα άλλα, pl of άλλο το, q.v.] cf. also adv phr άλλ' αντ' άλλων.
- in phr κατά τα (or τ') ~ in other respects:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλά ρύσαι ημάς [alá ríse imás] phr
- very bad (i.e. so bad that we pray God saves us fr it) (syn ο Θεός να φυλάει):
- αυτός είναι ~ ~ ~ |
- σήμερα ο καιρός είναι ~ ~ ~
[fr the concluding words of the Lord's prayer αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού; cf also dial der verb αλλαρύσω 'sentence to a penalty, punish' (Epirus)]
- very bad (i.e. so bad that we pray God saves us fr it) (syn ο Θεός να φυλάει):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλά1 [alá] (& αλλ' w. elision in juncture before words w. initial vowel α- & w. some authors before all vowels, as in kath & AG; yet commonly ~ εγώ, ~ όλα, ~ ούτε etc)
- ① conj (to limit or contrast words, clauses, or sentences) but, however, nevertheless, yet (syn μα, this less freq):
- όχι εσείς ~ εμείς not you but we |
- μου το πρότεινες, ~ δεν το έκαμα you proposed it to me but I didn't do it
- ⓐ as response to preceding affirmative adv (such as βέβαια, φυσικά) or a clause or (L) conj μεν or ναι μεν:
- το σπίτι είναι βέβαια καλό (or είναι καλό μεν or είναι καλό, δε λέω) ~ μικρό the house is, to be sure, good but small |
- ναι μεν η υπαρξιακή συνείδηση είναι αναγκαία, για να φιλοσοφήση κανείς, ~ η ίδια δεν είναι φιλοσοφία (Theodorakop)
- ⓑ w. όμως:
- ~ όμως strengthening the contrast |
- το σύστημα της πρόνοιας είναι το μόνο μέσο σωτηρίας, ~ όμως δεν έχει αποτελεσματική επίδραση (Vacalop)
- ⓒ w. και or ούτε:
- ~ και (to one concept a 2nd is added) (syn αλλά επίσης) and ~ ούτε (both rejected) |
- η μελέτη ήταν πλήρης, ~ και εύκολη the study was thorough but also easy |
- το θέατρο αυτό δεν κατορθώνει ν' αποδώσει το ρωσικό ήθος, αλλά ούτε το χρώμα |
- δεν το είπα, ~ ούτε το έγραψα
- ⓓ phr όχι μόνο (also όχι ... μόνο) or δεν + verb + μόνο ... ~ και not only (do not only) ... but also:
- η τέχνη δεν είναι μόνο έκφραση, ~ και μορφή |
- το ενέργημα μπορούμε όχι μόνο να θεωρήσωμε αιτία των επόμενων καταστάσεων, ~ και σαν αποτέλεσμα προγενέστερων αιτιών (Papanoutsos)
- ② like an adv after question:
- ~; surely, certainly, but of course (I do, did, will, could) (syn αμέ; βέβαια, βεβαίως) |
- (dialog) ― του το είπες; ― ~; |
- ― θά 'ρθει; ― ~;
[fr MG αλλά ← K, AG ἀλλά 'but']
- ① conj (to limit or contrast words, clauses, or sentences) but, however, nevertheless, yet (syn μα, this less freq):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλά2 [alá] το, indecl,
- adverse reason or argument, objection, contradiction, but (w. pl buts) (syn αντίρρηση):
- υπάρχει ένα ~ there is a but |
- υπάρχει πάντα ένα ~ |
- (dialog) ― ~ ... ― δεν υπάρχει (or δεν έχει) ~ there is no room for objection, no objection is allowed (syn μα και ξεμά) |
- δεν υπάρχει ~ και ξαλλά or δεν ξέρω γω ~ και ξαλλά no objection whatsoever has any place, no objection at all should be raised, any objection is excluded |
- υπάρχει και ένα ~ σ' αυτό |
- υπάρχει και ένα μεγάλο ~ there is also a big but to it
[substantiv. n of αλλά1]
- adverse reason or argument, objection, contradiction, but (w. pl buts) (syn αντίρρηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλά3 s. αλά.
[Λεξικό Κριαρά]
- Άλλα-Άλλα, επιφ.,
- βλ. Aλλάχ-Aλλάχ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλλαγή η [alají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλλάζω. 1α. μετάβαση από μια κατάσταση ή μορφή σε άλλη· μεταβολή: Tο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται ριζική ~. Kοινωνικές / θρησκευτικές / συνταγματικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις. Ένας συντηρητικός άνθρωπος φοβάται τις ριζοσπαστικές αλλαγές. H ~ του καιρού ήταν απότομη. Θα γίνουν αλλαγές στα ωράρια των καταστημάτων / στα προγράμματα της τηλεόρασης / στο νομοσχέδιο / στο συμβόλαιο, τροποποιήσεις. Έκανα αλλαγές στους χώρους του σπιτιού, μετατροπές. ~ προς το καλύτερο / προς το χειρότερο. || ό,τι διακόπτει την ομοιομορφία και τη μονοτονία και δημιουργεί κάποια ποικιλία: Mου αρέσει η ~. Xρειάζεσαι μια ~ για να ξεφύγεις από τα καθημερινά. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα, φέτος θα πάμε στο βουνό για ~. || το να γίνεται κάποιος διαφορετικός: H ~ αυτού του ανθρώπου ήταν πολύ μεγάλη, αλλαγή στο χαρακτήρα, στη συμπεριφορά ή στην εξωτερική εμφάνιση. β. αυτό που έχει αλλάξει: H πόλη έχει μεγάλες αλλαγές, είναι σχεδόν αγνώριστη. Δε βρίσκω καμιά ~ στην κατάσταση / στο τοπίο. 2α. αντικατάσταση: H ~ στα λάστιχα / στα λάδια του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη. Δε γίνονται αλλαγές ειδών που αγοράστηκαν στις εκπτώσεις. Έκανε ~ σπιτιού / σχολείου, πήγε σε άλλο σπίτι / σχολείο. ~ διεύθυνσης. ΦΡ ~ πλεύσης*. ~ φρουράς*. || καθαρισμός τραύματος και αντικατάσταση των επιδέσμων: Ο γιατρός έκανε την ~. Πήγε στο νοσοκομείο για ~. β. ανταλλαγή: Kάναμε μια ~, του έδωσα το διαμέρισμα και πήρα το οικόπεδο. ~ δραχμών με δολάρια.
[αρχ. ἀλλαγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαγή η· αλλαγωγή.
-
- 1) Aντάλλαγμα:
- (Aσσίζ. 4069).
- 2)
- α) Φορεσιά:
- δεν είναι αλλαγές, την σκόλην διά ν’ αλλάξουν (Aπόκοπ. Eπίλ. I 494)·
- β) επιμέρους τμήμα της στολής του ιερέα:
- (Aσσίζ. 4331).
- α) Φορεσιά:
[αρχ. ουσ. αλλαγή. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aντάλλαγμα: