Combined Search
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαζόνας ο [alazónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που του αρέσει να παρουσιάζει τον εαυτό του σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια ή απατηλές πράξεις, που περηφανεύεται συνήθ. χωρίς να το αξίζει· (πρβ. φαντασμένος, καυχησιάρης, κομπαστής): Ο Θεός τιμωρεί τους αλαζόνες και τους υπερόπτες και αμείβει τους μετριόφρονες και τους ταπεινόφρονες.
[λόγ. < αρχ. ἀλαζών, αιτ. -όνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαζόνας, επίθ.· αλάζονας.
-
- Υπερόπτης, αλαζόνας:
- (Αλεξ. 1816).
[αρχ. επίθ. αλαζών. Η λ. και σήμ.]
- Υπερόπτης, αλαζόνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαζόνας1 [alazónas] ο, (& L αλαζών)
- presumptuous, arrogant person, braggart, boaster (syn κομπαστής, υπερόπτης):
- οι αλαζόνες, οι φίλαυτοι, οι αχάριστοι κλ κυριαρχούν μέσα σ' αυτήν την κοινωνία (Vacalop) |
- βαριά τιμωρία του επιφύλαξεν ο Θεός, τιμωρία που μόνο στους κομπαστάς και τους αλαζόνας επιφυλάσσει (Papatsonis) |
- poem των αλαζόνων κεραυνέ, μη μου ριχτής αδίκως (id.)
[fr αλαζόνας2]
- presumptuous, arrogant person, braggart, boaster (syn κομπαστής, υπερόπτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαζόνας2 [alazónas] m adj (& L αλαζών mf, acc sg αλαζόνα)
- conceited, haughty, pretentious, boastful, braggart, arrogant (syn αλαζονικός, καυχησιάρης, κομπαστικός, υπεροπτικός, φαντασμένος):
- είναι αλαζών |
- ο αναμάρτητος είναι απρόσιτος κι ~· μονάχα του αμαρτωλού η ψυχή έχει γνωρίσει τη συντριβή (Terzakis) |
- μέσα στο θερμό περιβάλλον της εκκλησίας ζητούν άσυλο ... όχι μόνον ο ~ για την εξουσία του άρχοντας, ο ματαιόδοξος ... αλλά και ο φτωχός (Vacalop) |
- εκεί ο σπανός ο Nείλος, ο αμαρτωλός, άφησε, ο σπάταλος κι ο αλαζών κληρονομιά την πατερίτσα κλ (Papatsonis) |
- περιμένουν ακόμη αλαζόνες και αμέριμνοι τις θωπείες της ζωής (id.) |
- ξεμπερδεύομε και την αλαζόνα επιστήμη των αριθμών (id.) |
- ω, τι ξένη πόλη, ξεκομμένη απ' τον κορμό της Eλλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανά της ..., αδιάφορη και αλαζών και κούφια αυτή η πόλις των Aθηνών (Venezis) |
- poem και στο κατώφλι πρόβαινε σα χάρος, σα λοιμός, ψηλός, ωραίος, κι αλαζών ο δύστροπος πατέρας (Ritsos) |
- κ' είχεν ο Θάνατος ...| ...| θωρώντας το φρενιάσει ο ~ (Barlas)
[fr MG ← K, PatrG ἀλαζών ← AG]
- conceited, haughty, pretentious, boastful, braggart, arrogant (syn αλαζονικός, καυχησιάρης, κομπαστικός, υπεροπτικός, φαντασμένος):