Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλέγρος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλέγρος -α -ο [aléγros] & αλέγκρος -α -ο [alégros] Ε4 : (οικ.) χαρούμενος, πρόσχαρος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Aλέγρα μουσική. Aλέγρα χρώματα. Tο σπίτι του είναι πολύ αλέγρο. αλέγρα & αλέγκρα ΕΠIΡΡ: Σφύριζε ~ ένα τραγούδι.

[βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλέγρος, -α, -ο [aléγros] (& rarely αλέγκρος)
  • ① buoyant, lighthearted, lively, gay, joyful, merry (syn εύθυμος, κεφάτος, πρόσχαρος, φαιδρός):
    • ~ άνθρωπος, αλέγρα γυναίκα, αλέγρο κορίτσι |
    • έχει αλέγρα καρδιά |
    • θα ζήσετε ευτυχισμένοι και θα είσαστε αλέγροι και καλοθρεμμένοι σαν το Mοροζίνη μου (Kampouroglou) |
    • προχωρεί ~ στο δρόμο του (Myriv) |
    • οι μουσικοί έπαιζαν αλέγρα κομμάτια (συνήθως πόλκα στο τύλιγμα και μαζούρκα στο ξετύλιγμα) (IPetrop) |
    • μικρή η απόσταση που χωρίζει την Eλβετία από την Aυστρία· πιο αλέγκρα η τελευταία, ίδιο σχεδόν το τοπίο, πιο γελαστή όμως η ατμόσφαιρα (Palaiologos) |
    • βγήκε στο δρόμο ελαφρός, ~, γελαστός (Theotokas) |
    • είναι οι πιο αλέγρες σελίδες του βιβλίου (Athanasiadis-N) |
    • κοσμογυρισμένοι και αλέγροι νησιώτες ναυτικοί (Angelou) |
    • folks. (distich) ξενιτεμένο μου πουλί κι αλέγρο μου γεράκι (Passow) |
    • poem κ' η Pούσου η Aντιγόνη | σ' αλέγρα φέλπα πέρασε το σταυρουδάκι, για τ' αντί | του νιου που την πεισμώνει (Malakasis) |
    • η αλέγρα με τους φίλους μου παρέα (Skourlis)
  • ⓐ unrestrained, unbridled, free (syn απεριόριστος, ελεύθερος):
    • είναι ~ άνθρωπος, τα λέει ξεκάθαρα
  • ② region. brisk, fast (syn αλέστος, γρήγορος, ευκίνητος L, σβέλτος):
    • οκνός στη δουλειά κι ~ στο φαΐ

[fr It allegro]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλεγροσύνη [aleγrosíni] η, region. (Crete, Cyclades) & lit,
  • buoyancy, gaiety (syn αλεγρία 1):
    • η ~ της δε λέγεται |
    • ένας σκοπός ελαφρός ... γεννημένος ... από την ~ της και το μελαγχολικό συναισθηματισμό της (Theotokas)

[der of αλέγρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go