Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητήριος -α -ο [esθitírios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με τις αισθήσεις: Aισθητήρια νεύρα / όργανα, που δέχονται τα ερεθίσματα από τα οποία δημιουργούνται τα αισθήματα. 2. (ως ουσ.) το αισθητήριο: α. το καθένα από τα αισθητήρια όργανα ιδίως του ανθρώπου: Tο ~ της όρασης / γεύσης / ακοής / όσφρησης / αφής. β. αντιληπτική ικανότητα που βασίζεται κυρίως στο λογικό: Tο λαϊκό ~ δεν εξαπατήθηκε από την προπαγάνδα του κατακτητή. Άνθρωπος με πολιτικό ~.
[λόγ.: 2: αρχ. αἰσθητήριον· 1: αισθητήρι(ον) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητήριος, -α, -ο [esθitírios]
- relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):
- αισθητήριο νεύρο sensory nerve |
- αισθητήριο όργανο (syn αισθητήριο 1) pl αισθητήρια όργανα sense organs, organs of perception |
- μια διαπίστωση με τα αισθητήρια όργανα
[der in -τήριος on the basis of AG noun αἰσθητήριον]
- relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):



