Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθυμώ [aθimó] Ρ10.9α : (σπάν.) είμαι άθυμος.
[λόγ. < αρχ. ἀθυμῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθυμώ [aθimó] impf αθυμούσα, aor αθύμησα,
- be in low spirits, be dejected, be or become discouraged, be despondent (syn κατέχομαι από αθυμία, στενοχωριέμαι, ant L ευθυμώ):
- θα συνεχίση (τη δουλειά) χωρίς βιασύνη ... και θα σταματήση όχι όταν κουραστή, αλλά όταν αθυμήση (Chatzinis)
[fr AG ἀθυμῶ]
- be in low spirits, be dejected, be or become discouraged, be despondent (syn κατέχομαι από αθυμία, στενοχωριέμαι, ant L ευθυμώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθύμωτος, -η, -ο [aθímotos]
- ① not angered, not irritated (ant θυμωμένος)
- ② not becoming angry (syn που δε θυμώνει, ήρεμος, πράος):
- ~ άνθρωπος
- ③ fig having no vigor, no vitality (syn νερόβραστος, νερουλιασμένος)
[cpd w. *θυμωτός: θυμώ (-όω)]