Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθεμελίωτος -η -ο [aθemelíotos] & αθεμέλιωτος -η -ο [aθemé
otos] Ε5 : ANT θεμελιωμένος. 1α. (για οικοδομή, κατασκευή) που δεν έχει θεμελιωθεί ή που δεν έχει αρχίσει ακόμα η θεμελίωσή του: Aθεμέλιωτο κτίριο. β. που δεν έχει θεμέλια. 2. (μτφ.) αβάσιμος: Θεωρία / υπόθεση / γνώμη αθεμελίωτη. Kρίσεις / απόψεις αθεμελίωτες. [1: λόγ. επίδρ. στο αθεμέλιωτος < ελνστ. ἀθεμελίωτος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· 2: λόγ. σημδ. γερμ. unbegründet, grundlos ή αγγλ. unfounded]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθεμελίωτος, -η, -ο [aθemelíotos] (L) (& αθεμέλιωτος)
- ① without a foundation (syn που δεν έχει θεμέλια, ant θεμελιωμένος):
- σπίτι αθεμέλιωτο |
- είναι αθεμελίωτα ακόμη τα σχολικά κτίρια |
- poem του στείρου ονείρου η δέσποινα η Σελήνη | η δέσποινά μας | ανάερο αθεμέλιωτο γιοφύρι στήνει (Gryparis) |
- ω, δεν ξάνοιξαν τα μάτια | μήτε ο πλάνος νους | τ' αθεμέλιωτα παλάτια | στους ωκεανούς (Malakasis)
- ② fig not based on solid facts or true evidence, unfounded, baseless, groundless (syn in αβάσιμος, επισφαλής):
- τ' αθεμελίωτα σημεία της εκθέσεως the unfounded points of the report |
- αθεμέλιωτες γνώμες |
- αθεμέλιωτη κρίση |
- αθεμελίωτες βεβαιότητες |
- αθεμέλιωτος σκεπτικισμός |
- θεωρητικά κατασκευάσματα που στηρίζονται ... απάνω σε μια λίγο ως πολύ αθεμελίωτη έννοια της παιδείας (Papanoutsos) |
- η πνευματική ζωή (του ανθρώπου) ήταν κατά το μάλλον ή ήττον αθεμελίωτη (Theodorakop) |
- χωρίς αυτά (τα νοήματα ελευθερία, Θεός) η σκέψη μας μένει ατέλειωτη και αθεμελίωτη (Tsatsos)
[fr K, PatrG ἀθεμελίωτος, cpd w. θεμελιώ]
- ① without a foundation (syn που δεν έχει θεμέλια, ant θεμελιωμένος):



