Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδόνι το [aiδóni] Ο44 : 1.είδος μικρόσωμου ωδικού πτηνού: Ο Mπετόβεν πήρε το κελάηδισμα του αηδονιού ως μοτίβο για να συνθέσει την Ποιμενική συμφωνία του. ΦΡ (μου) στοίχισε / (μου) κόστισε ο κούκος ~, για κτ. που κόστισε πολύ περισσότερο από την πραγματική του αξία. 2. (μτφ.) για ιδιαίτερα καλλίφωνο άνθρωπο ή μελωδική φωνή.
αηδονάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. αηδόνι(ν) < ελνστ. ἀηδόνιον υποκορ. του αρχ. ἀηδών ἡ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδόνι το· αδόνι· αδόνιν· αηδόνιν.
-
- 1) Aηδόνι:
- (Xρον. Mορ. H 2910).
- 2) Προσφών. αγαπημένου προσώπου:
- τι κάμνει το αδόνι μου …; (Eρωτοπ. 373).
[μτγν. ουσ. αηδόνιον. O τ. αδόνιν στο Meursius και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aηδόνι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδόνι [aj∂óni] το,
- ① nightingale, Luscinia megarhynchos:
- τι ωραία που κελαϊδούν τ' αηδόνια! |
- λαλεί τ' ~, ο κορυδαλός |
- idiom phr του κόστισε (or στοίχισε) ο κούκος ~ he paid dear for his whistle |
- gnom όταν λαλούν οι κόρακες, φεύγουν τ' αηδόνια when the fools win the upper hand, the wise are silent |
- prov τ' ~ στο κλουβί δε λαλεί a person has no joy in life when his freedom is lost |
- τον ποιητή σα δεν τον ονειρεύομαι ~ ή χρυσαϊτό, τον φαντάζομαι σαν απόστολο και σαν κριτή (Palam) |
- folks. τα χελιδόνια να 'ρχωνται την άνοιξη να φέρνουν | και τ' αηδόνια τον καλό Mάη να με μαθαίνουν (DPetrop) |
- και μέσα από την έρημη την κλίνη | τ' ~ τα παράπονα αρχινούσε (Solom) |
- ή πολιτεία θεμέλιωσες τεράστια | ή σαν ~ το τραγούδι σου είπες (Palam) |
- μη μου μιλάς για τ' ~ μήτε για τον κορυδαλό (Seferis) |
- θέλω τον ίδιο το σκοπό να τραγουδάτε αιώνια | σαν πέρδικες σε ριζιμιά και σε πλαγιές αηδόνια (Skipis)
- ② fig sweet-voiced person or one w. a fine singing voice (syn εύγλωττος άνθρωπος, ευφραδής άνθρωπος) ο δείνα είναι ~:
- είναι τ' ~ της βουλής is an eloquent orator
[fr MG αηδόνιν (form survived in ModG dial) ← K ἀηδόνιον]
- ① nightingale, Luscinia megarhynchos:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδονίζω [aj∂onízo] (& Kazantz αηδονώ) prp αηδονίζοντας, aor αηδόνισα
- ① imitate the nightingale's voice, sing beautifully
- ② speak joyously, cackle:
- αηδονίζεις από τη χαρά σου |
- αηδονούσαν οι ερημιές από τσόκαρα και γυναικήσια γέλια (Kazantz) |
- να σου και τα γέλια ξεσπάζουν κοντινά, ψηλοκρεμαστά,αηδονίζοντας μ' ανέμελη αυθάδεια (Terzakis) |
- poem σα ν' άκουσαν τ' αφτιά μου μες στο δείλι | λαρύγγι ψυχερά που ν' αηδονίζη | τα λόγια τα δικά μου σα δικά του (Prevelakis) |
- αηδονίζεις μου στ' αφτί, να 'ν' εκείνη; να 'ναι αυτή; (Peranthis)
[fr MG *αηδονίζω, der of ἀηδών]
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδονικά, επίρρ.
-
- Γλυκά, μελωδικά:
- αηδονικά ελάλησα (Διγ. Z 3025).
[<επίρρ. ηδονικά με επίδρ. του ουσ. αηδόνι]
- Γλυκά, μελωδικά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδονίσιος -α -ο [(ai)δonísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αηδόνι: Aηδονίσια φωνή.
[αηδόν(ι) -ίσιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδόνισμα [aj∂ónizma] το,
- ① nightingale's song (syn αηδονολάλημα 1, αηδονολαλιά 1)
- ② sweet song like the nightingale's, melodious song (syn αηδονολάλημα 2) .
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδονισμός ο.
-
- Tραγούδι γλυκό:
- ήκουσεν της λύρας τον αηδονισμόν (Διγ. Άνδρ. 35425).
[<αόρ. του αηδονίζω (ΙΛ) + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ. κρητ.]
- Tραγούδι γλυκό: