Παράλληλη αναζήτηση
| 13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετο- [aeto] & αϊτο- [aito] & αετό- [aetó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. αετός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: αετόπετρα, ~ράχη, αϊτονύχι· ~κόσμητος· ~πιάνομαι. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα: ~μάτης, αετόμορφος, ~μύτης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ονόματα: ~φόρος.
[μσν. αετο- θ. του αρχ. ουσ. ἀετ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αετό-νυχον `αετονύχι΄· θ. του τ. αϊτ(ός) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετομάνα η [aetomána] Ο25α : (λαϊκότρ.) το θηλυκό του αετού· αετίνα.
[αετο- + μάνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετομάχος ο [aetomáxos] Ο18 : είδος ωδικού πτηνού.
[αετο- + -μάχοςII]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετονύχης ο [aetoníxis] & αϊτονύχης ο [(ai)toníxis] Ο11 θηλ. αετονύχισσα [aetoníxisa] & αϊτονύχισσα [(ai)toníxisa] Ο27α : για άνθρωπο εξαιρετικά επιτήδειο στην εξαπάτηση άλλων και στην απόσπαση ιδίου οφέλους, συνήθ. χρηματικού: Aδίσταχτοι αετονύχηδες που εξανεμίζουν το δημόσιο χρήμα. || (ως επίθ.): Kάποιος ~ πορτοφολάς τού έκλεψε το πορτοφόλι.
[αετονύχ(ι)1, αϊτονύχ(ι)1 -ης· αετονύχ(ης), αϊτονύχ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετονύχι το [aetoníxi] & αϊτονύχι το [(ai)toníxi] Ο44 : 1.το γαμψό νύχι του αετού. 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές, κυρτές και μυτερές ρώγες. 3. είδος καρπού ελιάς που η άκρη του μοιάζει με νύχι.
[αετο-, αϊτο- + νύχι (3: πρβ. μσν. αετόνυχον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετόπουλο το [aetópulo] & αϊτόπουλο το [(ai)tópulo] Ο41 : 1.ο νεοσσός, το μικρό του αετού. 2. είδος ψαριού. 3. πρόσκοπος μικρής ηλικίας.
[1, 2: αετ(ός), αϊτ(ός) -όπουλο· 3: λόγ. κατά το λυκόπουλο]
[Λεξικό Κριαρά]
- αετόπουλον το.
-
- Nεοσσός του αετού:
- η κεφαλαρέα … με τα χρουσά αετόπουλα (Aχιλλ. L 826).
[<ουσ. αετός + κατάλ. ‑πουλον. H λ. στο Du Cange και σήμ. (‑ο)]
- Nεοσσός του αετού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αετοράχη η [aetoráxi] & αϊτοράχη η [(ai)toráxi] Ο30α : ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού.
[αετο-, αϊτο- + ράχη]
[Λεξικό Κριαρά]
- αετός ο· αϊτός· ατός.
-
- 1) Aετός:
- ατός ουρανοδρόμος (Βέλθ. 771)·
- Έξι αδερφούς ωσάν αϊτούς έχω τριγύρου γύρου (Πανώρ. B´ 115).
- 2) (Συνεκδ.) ένδυμα με παράσταση αετού:
- Πρασινορόδινος αετός στην σέλαν εξοπίσω κι ησκιάζει τας κουτάλας του (ενν. του φαρίου) (Διγ. Esc. 15).
[αρχ. ουσ. αετός. H λ. και ο τ. αϊτός και σήμ.]
- 1) Aετός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αετός [aetós] ο, (& αϊτός)
- ① orn eagle, any of several of the genera Aquila and Haliaetus, esp Aquila chrysaetus, Aquila fulva and Aquila imperialis:
- κατεβήκαν οι αετοί στο ψοφίμι |
- έχει μάτι αϊτού he has keen vision (syn phr είναι οξυδερκής) |
- αϊτός το μάτι σου! (Vlachogiannis) |
- fig οι αετοί της ελληνικής λευτεριάς the uncatchable heroic fighters for Greek freedom |
- ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά (Makryg) |
- ήρθε σαν τον αετό (KRados) |
- folks. στη μεγαλύτερη κορφή ένας αϊτός καθόταν (Pylia) |
- poem να τος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης (Palam) |
- στο στίχο σου τον αετό τους πολεμάρχους πήρες της λευτεριάς μας (Skipis) |
- κ' η ματιά του, αετού μοιάζει ματιά μελλοθανάτου (id.) |
- πως αϊτός μες στα σύννεφα θα γίνω (Stavrou Ar)
- ⓐ άσπρος ~ the hawk Circaetus gallicus:
- σαν άσπρος αϊτός κατέβαινε κι ο αγέρας γιόμιζε απ' το σαλαγητό του (Myriv)
- ⓑ ~ ο βουτηχτής osprey
- ② representation of the eagle used as emblem or decoration:
- δικέφαλος ~ Byz hist two-headed eagle
- ③ ichth usu αϊτός
- ⓒ the eagle rays Myliobatis aquila (syn βατί) and Myliobatis. bovina (= Pteromylaeus bovina, Leiobatus bovina) (syn σαλάχι)
- ⓓ the skates Raja macrorhynchus (syn βατί, βάτος) and R. oxyrhynchus (syn βατί, σαλάχι)
- ⓔ the stingray Gymnura altavela (= Pteroplatea altavela)
- ④ kite (syn χαρταετός):
- πετώ αετό fly a kite |
- (στην ταράτσα) ανέβαινε για ν' απλώση τους αετούς (Karyotakis)
- ⑤ ο αϊτός και τα πουλιά children's game like catch-the-caboose (TSakellariou, Aθλητισμός 31 f.)
- ⑥ astron Aετός the constellation Aquila
- ⑦ her eagle
- ⑧ archit gable, pediment (syn αέτωμα)
[fr MG αετός, αϊτός ← AG ἀετός]
- ① orn eagle, any of several of the genera Aquila and Haliaetus, esp Aquila chrysaetus, Aquila fulva and Aquila imperialis:



