Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδόκητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδόκητος -η -ο [aδókitos] Ε5 : (λόγ.) απροσδόκητος, ξαφνικός: Aδόκητη συμφορά. ~ θάνατος.

[λόγ. < αρχ. ἀδόκητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδόκητος, -η, -ο [a∂ócitos] (L)
  • unexpected, unforeseen (syn απροσδόκητος, απρόβλεπτος):
    • ~ θάνατος, αδόκητη δολοφονία, αδόκητη επίθεση |
    • αδόκητο πλήγμα |
    • αδόκητη συμφορά |
    • η συγκίνησή μας είναι μεγάλη για τον αδόκητο χαμό του ανθρώπου και φίλου |
    • ξάφνου μια κάποια φράση, μια λέξη αδόκητη, σε κάνει να σταθής άναυδος (Terzakis) |
    • εξέσπασε μία αδόκητη αντιδικία ανάμεσα στον κόσμο των σπουδαστών της Θεολογικής Σχολής και στη συλλογική μας εθνική ηγεσία (Dimaras) |
    • ο νέος παθαίνει κάτι αδόκητο, νοιώθει τώρα τον εαυτό του πιο σιμά στο δάσκαλο (Theodorakop) |
    • poem ω μοναξιά μου, | μοναξιά μου αδόκητη (Sikel) |
    • τώρα ο αχός...| ...| σκει την ψυχή μου...| κι αδόκητο στα σπλάχνα μου ξανοίγει κλονισμό (id.)

[fr AG ἀδόκητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go