Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδολέσχημα το.
-
- Φλυαρία, ανόητη κουβέντα:
- αδολεσχήματα ειπών προς αυτούς ατίμως απέπεμψεν (Δούκ. 394).
[<αρχ. αδολεσχώ + κατάλ. ‑μα. H λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Φλυαρία, ανόητη κουβέντα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδολεσχία [a∂oles] η, (L)
- ① talkativeness, garrulousness, chattering:
- της Bενετιάς απομεινάρια είναι κ' η φιλοπεριέργεια έντονη πολύ στην Eπτάνησο και τα επακόλουθά της, η ~ που κρατεί άγρυπνα τα προσωπικά πάθη (Papantoniou)
- ② idle talk:
- η ιδέα αυτή (θα ήταν δυνατόν) να γίνη πρόσχημα και πρόφαση για να δικαιολογούν οι αχαλίνωτοι τις αδολεσχίες τους (Papanoutsos)
[fr K, AG ἀδολεσχία]
- ① talkativeness, garrulousness, chattering:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδόλευτος, επίθ.
-
- (Προκ. για συνθήκη) που έγινε χωρίς δόλο ή απάτη:
- να έν’ στερέα, αδόλευτη εις όσους χρόνους χρήζει (Xρον. Mορ. P 8696).
[<επίθ. αδόλωτος αναλογ. προς επίθ. σε ‑ευτος. H λ. στο Βλάχ.]
- (Προκ. για συνθήκη) που έγινε χωρίς δόλο ή απάτη: