Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιόρατος -η -ο [aδióratos] Ε5 : που μόλις, με δυσκολία διακρίνεται, φαίνεται· δυσδιάκριτος, ανεπαίσθητος, σχεδόν αόρατος, αμυδρός: Aδιόρατο χαμόγελο / βλέμμα. Aδιόρατη γραμμή. || Στο αδιόρατο βάθος της φιλοσοφίας παραμένουν τα ίδια προβλήματα.
αδιόρατα ΕΠIΡΡ με τρόπο αδιόρατο· ανεπαίσθητα: Tης έριξε ένα κρυφό βλέμμα μειδιώντας ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδιόρατος `αδιαφανής΄ σημδ. γαλλ. imperceptible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιόρατος, -η, -ο [a∂ióratos]
- indiscernible, indistinct, imperceptible (syn in αδιάκριτος 1):
- αδιόρατο χαμόγελο imperceptible smile |
- αδιόρατο αντικείμενο indistinct object |
- αδιόρατο μαντάρισμα invisible mending |
- αδιόρατο μόριο |
- αδιόρατη γραμμή |
- κάποια αδιόρατα ίχνη |
- αδιόρατη ειρωνεία |
- κάνω μια αδιόρατη χειρονομία or κίνηση or ένα αδιόρατο φιλικό νόημα σε κ. |
- αβέβαιο και αδιόρατο μέλλον |
- ένα ελληνικό έργο της μεγάλης κλασικής εποχής δεν είναι ακίνητο, μια αδιόρατη ανατριχίλα ζωής το διαπερνάει (Kazantz) |
- (διατηρούσε στις κινήσεις του) ένα... σχεδόν ανεπαίσθητο και αδιόρατο... ίχνος σατανικότητας (Thrylos) |
- συλλαμβάνει μηνύματα αδιόρατα στους πολλούς (Sachinis) |
- χαμογελούσε με μια αδιόρατη πονηριά (Venezis) |
- στο αδιόρατο βάθος (της φιλοσοφίας) παραμένουν και σήμερα τα ίδια μεγάλα προβλήματα (Despotop) |
- η αισθητική παιδεία... ενεργεί αδιόρατη στα βαθύτατα στρώματα της ψυχής (Tsatsos) |
- poem έχουν μια στρογγυλή σταγόνα αίμα στο φουστάνι τους | κ' ένα αδιόρατο αχ στο στόμα τους (Ritsos)
[fr K ἀδιόρατος (2nd c. AD), cpd w. διορατός, this attested in Psellos]
- indiscernible, indistinct, imperceptible (syn in αδιάκριτος 1):



