Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικαιολόγητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδικαιολόγητος -η -ο [aδikeolójitos] Ε5 : 1.για κτ. το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, καμία λογική εξήγηση: ~ φόβος. Aδικαιολόγητη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Aδικαιολόγητη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Aδικαιολόγητο λάθος / ψέμα, πολύ μεγάλο, ασυγχώρητο. Έδειξε αδικαιολόγητη βιασύνη / άγνοια, πολύ μεγάλη. 2. για κπ. τον οποίο δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου δεν μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~. αδικαιολόγητα & (λόγ.) αδικαιολογήτως ΕΠIΡΡ: Kαθυστέρησα ~. || (έκφρ., στρατ.) αδικαιολογήτως απών, για στρατιωτικό που απουσιάζει χωρίς λόγο από την υπηρεσία του.

[λόγ. α- 1 δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifié· λόγ. αδικαιολόγητ(ος) -ως]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδικαιολόγητος, -η, -ο [a∂iceolóyitos]
  • undue, uncalled for, inexcusable or inexcused, unjustifiable or unjustified, unwarrantable or unwarranted (syn ασυγχώρητος, ant δικαιολογημένος):
    • αδικαιολόγητη ενέργεια or πράξη uncalled for, unwarrantable or unwarranted action |
    • αδικαιολόγητη συμπεριφορά indefensible behavior |
    • αδικαιολόγητη αισιοδοξία undue optimism |
    • αδικαιολόγητη παράλειψη, αδικαιολόγητη άγνοια, αδικαιολόγητη ερώτηση, αδικαιολόγητη ζηλοτυπία |
    • αδικαιολόγητο ψεύδος gratuitous lie |
    • ~ πλουτισμός |
    • αδικαιολόγητη απόλυση υπαλλήλου wrongful dismissal of an employee |
    • αδικαιολόγητη ανευλάβεια wanton disrespect |
    • αδικαιολόγητη προσβολή wanton or gratuitous insult |
    • αδικαιολόγητη άρνηση θεωρήσεως (σε διαβατήριο) uncalled for denial of a visa |
    • αδικαιολόγητη αμοιβή unearned emoluments |
    • αδικαιολόγητη αγριότητα wanton savagery |
    • αδικαιολόγητη σκληρότητα wanton cruelty |
    • αδικαιολόγητη καταστροφή wanton destruction |
    • ~ φόνος wanton killing |
    • αδικαιολόγητη ανάμειξη σε μια υπόθεση unwarranted intervention in an affair |
    • αδικαιολόγητη επίδειξη δυνάμεως unwarranted display of force |
    • αδικαιολόγητες υποψίες unfounded suspicions |
    • αδικαιολόγητοι φόβοι unfounded fears; false alarm |
    • έφυγα με την εντύπωση ότι μου είχε παίξει άσχημο κι αδικαιολόγητο παιχνίδι (Melas) |
    • ο θόρυβος που γινότανε στην Eυρώπη γύρω απ' αυτό το έργο δεν ήταν ~ (id.) |
    • το σημερινό μας τονικό σύστημα είναι αδικαιολόγητο βάρος και αστείος αναχρονισμός ανάξιος μιας Eλλάδας συγχρονισμένης (Geros) |
    • (ο συγγραφέας) δεν κρύβει και τις μεγάλες αδυναμίες τους (sc των Eλλήνων του ε΄ αιώνος), τις δικαιολογημένες και τις αδικαιολόγητες (Charis)

[cpd w. *δικαιολογητός (gloss. δικαιολόγητον allegandum), verbal adj of δικαιολογῶ (K), -γοῦμαι (AG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες