Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδίχαστος, -η, -ο [a∂íxastos] (L)
- indivisible or undivided into two parts (syn όχι διχαζόμενος, όχι διχασμένος):
- σ' αυτήν την εποχή ο άνθρωπος ζη ακόμη ~, δεν έχει ακόμη υποστή το διχασμό (Theodorakop) |
- η φύση... λαχταρά την ενότητά της ή... ήταν άλλοτε αδιάβρωτη, ολόκληρη και αδίχαστη από το χρόνο (id.) [fr K àδίχαστος (2nd c. AD), cpd w. AG διχαστός]. Der αδίχαστα adv.
- indivisible or undivided into two parts (syn όχι διχαζόμενος, όχι διχασμένος):



