Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδήριτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδήριτος, -η, -ο [a∂íritos]
  • unconquerable, insurmountable, undisputed, dire:
    • αδήριτη ανάγκη dire need |
    • αδήριτη ανάγκη της προσαρμογής |
    • αδήριτες χρηματικές ανάγκες |
    • αδήριτη αναγκαιότητα |
    • ~ νόμος της ακμής και παρακμής |
    • ~ νόμος της φυσικής αιτιότητας |
    • ~ νόμος της πάλης για τη ζωή |
    • αδήριτοι νόμοι της πραγματικότητας |
    • η αδήριτη αρχή... συνέχει τα πάντα (Papanoutsos) |
    • το καθήκον θεμελιώνεται απάνω σ' έναν αδήριτο φυσικό νόμο (id.) |
    • διαλαλούν ότι ο πόλεμος είναι ~ νόμος (id.) |
    • η πολιτική είναι πολύτιμη και αδήριτη πρακτικά για την ύπαρξη... του ανθρώπου (Despotop) |
    • τους καλώ σ' αυτό το ιερό και αδήριτο έργο (Tsatsos) |
    • το έργο είναι δύσκολο, αλλά είναι κατά τρόπον αδήριτον επιβεβλημένο από τα πράγματα (id.)

[fr AG, K ἀδήριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες