Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγόγγυστος -η -ο [aγóngistos] Ε5 : που υπομένει, που υποφέρει βάσανα, ταλαιπωρίες κτλ. χωρίς να διαμαρτύρεται, υπομονετικά.
αγόγγυστα ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε ~ τα χτυπήματα της μοίρας. Yπομένει ~ τις ταλαιπωρίες / τα βάσανα. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἀγογγύστ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγόγγυστος, -η, -ο [aγóŋɟistos]
- uncomplaining, enduring, patient (syn αβόγγητος, αδιαμαρτύρητος, υπομονητικός):
- μ' αγόγγυστη καρδιά καθένας έκανε ό,τι παραγγέλνονταν (Vlachogiannis) |
- να διδαχθή... στο λαό... η καρτερία, η αγόγγυστη εξιλέωση, χωρίς υποσχέσεις και χωρίς άμεσες ελπίδες (Vima 25.1.66)
[fr PatrG ἀγόγγυστος 'not complaining' ← K ἀγόγγυστος 'not murmuring']
- uncomplaining, enduring, patient (syn αβόγγητος, αδιαμαρτύρητος, υπομονητικός):



