Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρωστώδη τα [aγrostóδi] Ο (βλ. Ε11) : (βοτ.) ονομασία οικογένειας φυτών στην οποία ανήκουν τα δημητριακά και άλλα φυτά που έχουν μεγάλη σημασία για τη διατροφή του ανθρώπου και των ζώων· αγρωστοειδή: Tο σιτάρι, το κριθάρι, το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο ανήκουν στα ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγρωστ(ις) `αγριάδα 2΄ -ώδη, ουδ. πληθ. του -ώδης μτφρδ. γαλλ. graminées]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρωστώδη [aγrostó∂i] τα, (L) bot = αγρωστοειδή.



