Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγουρίλα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγουρίλα [aγuríla] η,
  • taste of unripe fruit (syn αγουράδα, στυφάδα):
    • όταν τρως αγουρογινωμένο καρπούζι, καταλαβαίνεις την ~

[der of άγουρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go