Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουρίλα [aγuríla] η,
- taste of unripe fruit (syn αγουράδα, στυφάδα):
- όταν τρως αγουρογινωμένο καρπούζι, καταλαβαίνεις την ~
[der of άγουρος]
- taste of unripe fruit (syn αγουράδα, στυφάδα):