Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορα
39 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίος1 [aγoréos] ο,
  • ① man of the market place (syn άνθρωπος της αγοράς)
  • ② common, vulgar (syn αγενής, πρόστυχος, χυδαίος):
    • έχει αγοραίους τρόπους, αγοραία διαγωγή |
    • αγοραία γούστα |
    • ~ υβριστής |
    • ~ υβριστικός τόνος |
    • ~ ρητορισμός |
    • αγοραίο κουβεντολόι (Ploritis) |
    • αγοραία εθνικοφροσύνη |
    • αγοραία συνθήματα |
    • αγοραία γλώσσα (syn χυδαία γλώσσα) λαλιά, λέξη |
    • ο Παλαμάς προσπαθεί... να μεταρσιώση την αγοραία λαλιά (Dimaras) |
    • (η μικρόψυχη χαρά και η εξευτελιστική λύπη)... παρουσιάζονται μέσα στην αγοραία πεζότητα της ζωής (Papanoutsos) |
    • ο χαρακτηρισμός (sc "φακίρης") δεν είχε πια αποκτήσει αγοραία σημασία (Panagiotop) |
    • poem είναι γελοίος | ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή (Kavafis)
  • ③ (L) rare of public function:
    • στον Aττικό βωμό του αγοραίου Δία (Papatsonis) |
    • χάρη στις προσπάθειές τους... τις παρασκηνιακές, αλλά και τις αγοραίες από το βήμα των Hνωμένων Eθνών (Christidis)

[fr kath ← K, AG ἀγοραῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίος2, -α, -ο [aγoréos] (L)
  • ① of the market, of purchase, marketable (syn της αγοράς):
    • αγοραία τιμή (αξία πράγματος) purchase price, (value) of an object (syn τιμή, αξία αγοράς) |
    • αγοραίο είδος marketable commodity
  • ② of the market place, commercial:
    • ~ ρήτορας |
    • ~ έρωτας, αγοραία γυναίκα |
    • ~ ρεαλισμός |
    • αγοραίο αυτοκίνητο, αμάξι cab; also as noun το αγοραίο cab (unmetered taxi) |
    • μακριά από κάθε τύρβη αγοραία (Palam) |
    • να περάσω... σ' έναν αγοραίο δρόμο που βρώμαγε μούργες και τυριά (Terzakis) |
    • για να μην υποκύψη στις αγοραίες συμβάσεις (Panagiotop).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγοράκι [aγoráci] το,
  • little boy, young lad, baby boy:
    • έχασε το ένα ~ της |
    • ένα χαριτωμένο ~ επτά ετών |
    • έλα δω, ~ μου |
    • poem σαν ~ λατρευτό που με τα παιχνιδάκια του |...| σκορπάει στο σπίτι τη ζωή κλ (Skipis)

[der of αγόρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορανομία η [aγoranomía] Ο25 : 1.δημόσια υπηρεσία που εποπτεύει και ελέγχει τις τιμές, τα είδη και γενικότερα την ομαλή λειτουργία της αγοράς: Έλεγχος / έφοδος της αγορανομίας. 2. το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τις αγοραπωλησίες.

[λόγ. < αρχ. ἀγορανομία `η υπηρεσία του αγορανόμου2΄, κατά τη σημ. του αγορανόμος1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορανομία [aγoranomía] η, (L)
  • market inspection police

[fr K, AG ἀγορανομία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορανομικός -ή -ό [aγoranomikós] Ε1 : που γίνεται από την αγορανομία ή γενικά που έχει σχέση με αυτήν: ~ κώδικας / υπάλληλος. Aγορανομική διάταξη. Aγορανομικό αδίκημα. Tο κατάστημα υπόκειται σε αγορανομικό έλεγχο.

[λόγ. < αρχ. ἀγορανομικός `για την υπηρεσία του αγορανόμου2΄, κατά τη σημ. της λ. αγορανομία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορανομικός, -ή, -ό [aγoranomikós] (L)
  • of the market inspection police:
    • αγορανομική διάταξη provision, regulation of the market police |
    • ~ υπάλληλος market police employee

[fr K, AG ἀγορανομικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορανόμος ο [aγoranómos] Ο18 : 1.υπάλληλος της αγορανομίας: Εργάζεται ως ~. 2. (ιστ.) αξιωματούχος στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀγορανόμος· 1: σημδ. γαλλ. contrἄleur de marché & αγγλ. market inspec tor]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορανόμος [aγoranómos] ο,
  • market inspection policeman, market inspector

[fr K, AG ἀγορανόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραπωλησία η [aγorapolisía] & αγοροπωλησία η [aγoropolisía] Ο25 : 1.η πράξη της αγοράς και της πώλησης αγαθών: Aσχολείται με την ~ αυτοκινήτων. Οι αγοραπωλησίες ακινήτων γίνονται πάντα με συμβόλαια. 2. (μτφ.) συμφωνία που γίνεται ύστερα από διαπραγματεύσεις χωρίς αρχές και ηθικούς κανόνες· συναλλαγή: Tα δημόσια αξιώματα δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας.

[λόγ. αγορα- + πώλησ(ις) -ία (μορφολ. σφαλερός σχηματισμός αντί αγοραπώλησις) μτφρδ. γαλλ. achat et vente· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες