Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκώνω,
- βλ. ογκώνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκώνω [aŋgóno] (& γκώνω) aor άγκωσα & έγκωσα
- ① stuff, distend, bloat (of stomach):
- του έδωσα πολύ φαΐ και τον έγκωσα
- ⓐ intr be stuffed, bloated (fr overeating) (syn φουσκώνω):
- έφαγα πολύ και άγκωσα
- ② surfeit, satiate, kill the appetite (syn στομώνω, φουσκώνω):
- το παχύ κρέας γκώνει
- ⓑ intr be satiated, be stuffed:
- έφαγε τηγανίτες και άγκωσε
[fr late MG αγκώνω ← late MG & dial ModG γκώνω ← ογκώνω, this fr AG ὀγκῶ]
- ① stuff, distend, bloat (of stomach):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκωνωτός, -ή, -ό [aŋgonotós]
- ① elbow-shaped, angular:
- milit αγκωνωτό τηλεσκόπιο elbow telescope
- ② techn t. kneed:
- ~ μοχλός knee-lever
- ⓐ offset (adj) (syn με αγκώνα):
- αγκωνωτό κατσαβίδι set screwdriver |
- ~ βραχίονας car steering knuckle arm
[der of αγκών w. suff -ωτός]
- ① elbow-shaped, angular:



