Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγκυροβολία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκυροβολία η [angirovolía] Ο25 : (λόγ.) το αγκυροβόλημα: Φανοί / τέλη αγκυροβολίας.

[λόγ. αγκυροβολ(ώ) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκυροβολία [aŋɟirovolía] η, (L)
  • anchoring (syn αγκυροβόλημα):
    • φανοί αγκυροβολίας anchor lights |
    • τέλη αγκυροβολίας anchorage dues.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go