Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθιάζω [aŋgaθjázo] ppp αγκαθιασμένος
- ① trans sting, prick w. a thorn
- ② intr be filled w. thorns:
- αγκάθιασε ο κήπος, το χωράφι |
- αγκαθιασμένο χωράφι field full of thorn
[der of αγκάθι]