Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαστός -ή -ό [aγastós] Ε1 : (λόγ.) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος: Aγαστή σύμπνοια / συμφωνία / συνεργασία / σύμπτωση.

[λόγ. < αρχ. ἀγαστός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαστός, -ή, -ό [aγastós] (L)
  • admirable, wonderful:
    • τα κόμματα ψήφισαν το νομοσχέδιο με αγαστή σύμπνοια |
    • ξεχάστηκαν όλα και "εχώρησαν" σε αγαστή συνεργασία μαζί του (Ploritis)

[fr AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες