Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαθοπιστία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθοπιστία η [aγaθopistía] Ο25 : η ιδιότητα του αγαθόπιστου· ευπιστία.

[λόγ. αγαθόπιστ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. bonne foi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go