Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαθεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθεύω [aγaθévo] Ρ5.2α : γίνομαι ανόητος, κουτός· αφαιρούμαι: Aγάθεψε κι αυτός στα γεράματα και δεν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. || μένω εμβρόντητος: Άκουσα το νέο και αγάθεψα.

[αγαθ(ός) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go