Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάμητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάμητος -η -ο [aγámitos] Ε5 : (προφ.) που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή.

[αρχ. ἀγάμητος, ἀγάμετος `άγαμος΄, κατά την εξέλ. της σημ. του γαμώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάμητος, -η, -ο [aγámitos]
  • not engaging in sexual intercourse (syn L ασυνουσίαστος):
    • pass αγάμητη κοπέλα, αγάμητο κορίτσι, αγάμητη γεροντοκόρη |
    • folks. αγάμητ' είν' η κόρη μας, έχει και δυο μπαστάρδια
  • ⓐ act πέθανε ~ και πάει παρθένος στον άλλο κόσμο:
    • prov καλόγερέ μου αγάμητε, και ποιος να σε πιστέψη!

[fr AG ἀγάμητος unmarried]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες