Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβύζαχτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβύζαχτος -η -ο [avízaxtos] Ε5 : 1.για παιδί που δε θήλασε: Άφησε το παιδί αβύζαχτο. 2. που δε θήλασε παιδί: Γυναίκα αβύζαχτη.

[α- 1 βυζακ- (βυζαίνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβύζαχτος, -η, -ο [avízaxtos] (& αβύζαστος)
  • ① of mother, not having given suck, not nursing (syn αθήλαστος 1):
    • γυναίκα αβύζαχτη |
    • poem το γάλα | από αίγες που 'ναι αβύζαχτες, για κρέας από δαμάλα (Skipis)
  • ② of infant, unsuckled, not nursed (syn αθήλαστος 2):
    • το παιδί έμεινε αβύζαχτο |
    • δε λυπάσαι το μωράκι, που είν' άπλυτο κι αβύζαχτο έξι μέρες; (Stavrou Ar)

[cpd of *βυζαχτός, -στος ← βυζαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες