Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβρότητα η [avrótita] Ο28 : η ιδιότητα του αβρού. α. τρυφερότητα, απαλότητα, κομψότητα, χάρη: Γυναικεία ~. β. λεπτότητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά· αβροφροσύνη: Tου φέρθηκε με ~.
[λόγ. < αρχ. ἁβρότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβρότητα [avrótita] η, (& L αβρότης)
- ① tenderness, gentleness, subtlety, delicacy (syn απαλότητα, λεπτότητα, τρυφερότητα):
- πεθυμούσα καμπυλότητες κι αβρότητες (Kondylakis) |
- στο απαλό και γεμάτο χριστιανικήν υποταγή και ~ πρόσωπο του τολστοϊκού δράματος (Melas) |
- {ο Bαλαωρίτης} δεν έχει τη γυναίκεια ~ και τη χάρη του Σολωμού (Panagiotop)
- ⓐ charm, grace, elegance (syn κομψότητα, χάρη):
- ψυχική ~ |
- να εκτιμήση κανείς τη μουσικήν ~ της Iταλικής γλώσσας (Papatsonis) |
- με πόση συγκινημένη ~ της το είχε παρουσιάσει (sc το δώρο) (Terzakis) |
- η Kέρκυρα έχει αποκτήσει το ραφινάρισμα και την ~ αυτή (Palaiologos) |
- ζούσε με τις λυρικές αβρότητες του Pίλκε (Karantonis)
- ② nobility of manners, urbanity, courtesy, tactfulness, amiability (syn αβροφροσύνη, λεπτότητα τρόπων, ευγενική συμπεριφορά, ευγένεια):
- επίσκεψη αβρότητος courtesy visit |
- προσποιητή ~ |
- ήταν εντελώς μεταμορφωμένος, όλος ~ κινέζικη (Papantoniou) |
- αυτός ο επαρχιώτης ροβόλησε από το Kαρπενήσι για να διδάξη ~ στους πρωτευουσιάνους (Melas) |
- η ευγένεια, η ~ είναι ακόμα ένα στοιχείο στην Iαπωνία που σε μαγεύει (Thrylos) |
- εκφράσεις άμεσες, απαλλαγμένες από τις αβρότητες που επέβαλλε άλλοτε η ηγεμονική αγωγή (Christidis)
- ⓑ comity:
- η διεθνής ~ comity of nations
[fr AG ἁβρότης]
- ① tenderness, gentleness, subtlety, delicacy (syn απαλότητα, λεπτότητα, τρυφερότητα):