Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αβούλευτος, επίθ.
-
- Που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλεύει, ασυμβούλευτος:
- αβούλευτη γυναίκα (Xρον. Mορ. P 7452).
[μτγν. επίθ. αβούλευτος]
- Που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλεύει, ασυμβούλευτος: