Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίτιο
27 εγγραφές [21 - 27]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιολογώ [etioloγó] αιτιολογείς, impf αιτιολογούσα, aor αιτιολόγησα, pass αιτιολογούμαι, ppp αιτιολογημένος,
  • inquire into the cause and find the reasons, give grounds for, explain, vindicate, justify (syn [in part] δικαιολογώ):
    • ~ έναν ισχυρισμό ένα επιχείρημα substantiate an assertion (allegation), an argument |
    • παραδόσεις αιτιολογούν την ίδρυση κάστρων |
    • θα αιτιολογήσω την κρίση μου |
    • στο υπόμνημα αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις του συντάγματος |
    • αιτιολόγησε το χάσμα ... που χωρίζει τις δύο γενεές (Papanoutsos) |
    • οι (σπουδαιότερες) ανθρώπινες πράξεις αιτιολογούνται ορθά ... έπειτα από τη συντέλεσή τους (id.) |
    • ~ μια απόφαση I vindicate (justify) a judgment, a decision

[fr K αἰτιολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
αίτιον το.
  • Σφάλμα:
    • ου γαρ ημών το αίτιον, πάντως σον έστι πταίσμα (Διγ. Z 837).

[αρχ. ουσ. αίτιον. H λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίτιος ο [étios] Ο19 : αυτός που με τις ενέργειές του έχει προκαλέσει ένα γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο: Kατάρα / ανάθεμα στον αίτιο! Ο ~ της συμφοράς / καταστροφής / ευτυχίας / δυστυχίας. Aς όψεται ο ~! Bασικός ~ ή κυριότερος ~, πρωταίτιος.

[λόγ. < αρχ. αἴτιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίτιος1 [étios] ο,
  • perpetrator, author, instigator, therefore also person responsible for sth (syn ο υπεύθυνος):
    • είσαι ο ~ της συμφοράς |
    • ~ όλων των δεινών |
    • να παιδευτούνε οι αίτιοι (Makryg) |
    • ρίχνει ένας άλλος ..., σκότωσε τον αίτιο (id.) |
    • πήρα και τους δικούς μου να πιάσω τους αίτιους (id.) |
    • καταριότανε τους αίτιους της συφοράς (Myriv) |
    • όσο αίμα χυθή ... θα γενή θελιά στο λαιμό του αίτιου (Prevelakis)

[fr K α­τιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίτιος2, -α, -ο [étios] (f & n rare)
  • responsible, accountable:
    • είναι ~της ζημίας he is responsible for the damage |
    • άλλοι ήταν αίτιοι (Makryg)

[fr K α­τιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτιότητα η [etiótita] Ο28 : 1.η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμά της: Φυσική / κοινωνική / ηθική ~. Γεγονότα που συνδέονται με σχέση αιτιότητας. 2. η αιτία.

[λόγ. αίτι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. causalité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτιότητα [etiótita] η, (& L αιτιότης)
  • presence of a cause
  • ⓐ philos causality, causation:
    • ο νόμος της αιτιότητας |
    • το αξίωμα της αιτιότητας, η αρχή της αιτιότητας, ο ειρμός της αιτιότητας |
    • ηθική ~, πολλαπλή ~ |
    • η ~ είναι ο a priori όρος κάθε φυσικής επιστήμης (Tsatsos) |
    • η ~ είναι ... μεταφορά ενός βιώματος στην κλίμακα της θεωρητικής σκέψης (Papanoutsos) |
    • ένα είδος αιτιότητας είναι η βούληση ζωντανών όντων προικισμένων με λόγο (id.) |
    • εσωτερική ~ των γεγονότων (id.) |
    • την έννοια της αιτιότητας ο άνθρωπος την εσχημάτισε από την εμπειρική παρατήρηση επαγωγικά (id.) |
    • οι επιστήμονες δουλεύουν με την έννοια της φυσικής αιτιότητας (id.) |
    • ο βίος του Kαζαντζάκη προσδιορίζεται κυρίως από μιαν ενδόμυχη ~ |
    • από τον πυρετό και το μεγαλεπήβολο του πνεύματος κλ (Prevelakis)

[fr K αἰτιότης (Philodemus, 1st c. BC)]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες