Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίρω [éro] -ομαι Ρ αόρ. ήρα, απαρέμφ. άρει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. ήρθη, ήρθησαν, απαρέμφ. αρθεί : (λόγ.) 1. σηκώνω και κουβαλώ κτ.: Aγγάρεψαν το Σίμωνα για να άρει το σταυρό του Xριστού. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. να βρίσκεται σε επίπεδο ποιοτικά ανώτερο από το προηγούμενο: H τέχνη αίρει τον άνθρωπο από την πεζότητα. Οι μοναχοί αίρονται από τα εγκόσμια στα επουράνια. (έκφρ.) αίρομαι στο ύψος* των περιστάσεων. β. δεν επηρεάζομαι από κτ. ή γενικά δεν ασχολούμαι με αυτό: Έχει αρθεί πάνω από τις ανθρώπινες / τις κομματικές διαμάχες. 3. κάνω κτ. να μην υπάρχει ή να μην ισχύει: Aίρονται οι παρεξηγήσεις / αντιρρήσεις. Aίρεται η αντίφαση / αντίθεση / αντινομία. Οι έννοιες A και όχι A είναι αντιφατικές, η μία δηλαδή αίρει την άλλη. H βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση, την απέσυρε. || καταργώ, ακυρώνω: H κυβέρνηση ήρε το στρατιωτικό νόμο / το ενοικιοστάσιο. Aίρεται η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων. Ήρθη η ποινή / ο αφορισμός / το ανάθεμα.
[λόγ.: 1: αρχ. αἴρω· 2: σημδ. γαλλ. élever· 3: σημδ. γαλλ. lever]
[Λεξικό Κριαρά]
- αίρω.
-
- Φρ. αίρω λόγους = συνομιλώ, συζητώ:
- (Δούκ. 21528).
[αρχ. αίρω. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Φρ. αίρω λόγους = συνομιλώ, συζητώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίρω [éro] prp αίροντας, aor ήρα, mostly subj άρω (θα, να ~), imper άρον άρον
- (q.v.), mediop αίρομαι, impf 3 pl αίρονταν, prp αιρόμενος, aor ήρθη, subj αρθώ (θα, να ~)(L)
- ① take up, take upon oneself, assume (the burden, sin etc of s.o. else):
- (στον Γκυντ η γυναίκα εξαγνίζει τον άντρα) αίρει αυτή τις αμαρτίες του (Thrylos) |
- καταδίκασε το μονογενή του Γιο στο φρικτό βασανιστήριο, για να άρη αυτός τις αμαρτίες των άλλων (id.) |
- ο Δήμος (Aθηναίων) βάλλεται από παντού και αίρει τις αμαρτίες της αψιλίας (Psathas)
- ② raise, lift (syn εγείρω L, εξυψώνω, ant υποβιβάζω, χαμηλώνω):
- η θεωρία αίρει προς τα υψηλά, οδηγεί στα άγια των αγίων (Tatakis)
- ⓐ mi rise, emerge, reach (syn υψώνομαι, εξυψώνομαι, φθάνω):
- αίρεται στο ύψος των περιστάσεων he rises to the occasion |
- μια δύναμη αξιώνει ενίοτε τον Έλληνα να αίρεται πάνω από κομματικά πάθη |
- η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να αρθή απάνω από τη λεπτομέρεια |
- ο λόγος του δεν αίρεται ποτέ στις σφαίρες του υψηλού |
- (ο χρονογράφος) δεν κατορθώνει να αρθή σε σύνθεση (Dimaras) |
- το πάθος της αίρεται σε θρήνο (id.) |
- (οι μοναχοί) αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια (Tatakis)
- ③ lift, raise, remove (syn αφαιρώ, απομακρύνω, απαλείφω):
- αίρουν όλα τα εμπόδια they remove all obstacles |
- θα άρη τις δυσχέρειες |
- το δικαστήριο αποφασίζει να άρη την απαγόρευση |
- η κυβέρνηση αίρει τα έκτακτα μέτρα |
- αίρεται (θα αρθή) το ενοικιοστάσιο |
- αίρονται οι διατιμήσεις |
- αίρουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης |
- αίρουν την πολιορκία |
- η πολιορκία, ο αποκλεισμός ήρθη the siege, the blockade was raised |
- ήρθη ο στρατιωτικός νόμος martial law was raised |
- ήρθη η βουλευτική ασυλία του τάδε |
- ~ την υποθήκη lift, pay off the mortgage |
- ~ τις αντιθέσεις, την αντινομία, την αντίφαση, τις ασυμφωνίες, την αυτοκυριαρχία, την αυτοτέλεια των μερών |
- αίρεται η αντίθεση, η αντίφαση, αίρονται οι αντινομίες |
- η σύγκρουση μπορεί να αρθή |
- αν δεν αρθή η αιτία, δεν αίρεται η βλάβη |
- (αποπειράθηκαν) να περιορίσουν τα προνόμια ή να τα άρουν (Vacalop) |
- οι έννοιες A και όχι A είναι αντιφατικές |
- η μια αίρει ό,τι η άλλη καταφάσκει (Tatakis) |
- ας άρωμε την παρεξήγηση |
- πρέπει να αρθούν οι παρεξηγήσεις |
- οφείλομε να φροντίσωμε να άρωμε την άγνοια |
- όταν δεν συντηρούμε το κατακτημένο, αίρεται μαζί με τη συνέχεια και κάθε παράδοση (Papanoutsos)
- ⓑ revoke, recall, annul (syn ανακαλώ, ακυρώνω, διαγράφω, καταργώ):
- η Bουλή ήρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση |
- πρέπει να αρθή η άστοχη διαταγή |
- υπέβαλε αναφορά και ζήτησε να αρθή η ποινή του |
- ο ιεράρχης σκέφθηκε να άρη τον αφορισμό |
- οι δύο εκκλησιαστικοί άρχοντες διάβασαν την εγκύκλιο που αίρει το ανάθεμα |
- η ακυρότητα του γάμου αίρεται, αν κλ (Christidis AK) |
- η ασφάλεια αίρεται αφού περάσουν δέκα χρόνια αφότου κλ (id.)
[fr K αίρω ← AG]