Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίμα
121 εγγραφές [111 - 120]
[Λεξικό Κριαρά]
αιματώδης, επίθ.
  • Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
    • (Διήγ. Bελ. χ 221).

[αρχ. επίθ. αιματώδης. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματώδης -ης -ες [ematóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. (ιατρ.) α. που περιέχει πολύ αίμα: ~ κύστη. β. ζωηρός, ευέξαπτος: ~ τύπος. ~ κράση. 2. (σπάν.) που μοιάζει με αίμα.

[λόγ.: 2: αρχ. αἱματώδης· 1: σημδ. γαλλ. sanguin]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματώδης, -ης [emató∂is] adj
  • ① plethoric in blood, sanguine (syn αιματερός 1, πληθωρικός, ant αναιμικός):
    • ~άνθρωπος, ~γυναίκα |
    • θα μ' έκανες να πεθάνω τούτη την ώρα, μικρέ μου, έτσι ~ που είμαι (Myriv)
  • ② of blood, bloody:
    • poem τρέχω και κάνω στο δεξί της χέρι |
    • αιματώδη σταυρό μ' ένα μαχαίρι (Solom)

[fr MG 'bloodied' ← AG αἱματώδης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματώδικος, -η, -ο [emató∂ikos]
  • ① plethoric in blood
  • ② bloodred (syn αιματερός 2)

[der of αιματώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμάτωμα το [emátoma] Ο49 : (ιατρ.) συγκέντρωση αίματος κάτω από το δέρμα ή ανάμεσα στους ιστούς λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων: Ένα ~ στο χέρι / πόδι / πρόσωπο. Είδη αιματωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. hématome < hémat(o)- = αιματ(ο)- + -ome = -ωμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμάτωμα [emátoma] το, (& μάτωμα)
  • ① bleeding:
    • μάτωμα του χεριού |
    • μάτωμα της μύτης nosebleed
  • ② med hematoma (syn εκχύμωση):
    • για αιματώματα χρειάζεται θερμό μασάζ |
    • με τη ρήξη των τριχοειδών της θήκης δημιουργήθηκε κάποιο μικρό ~ (Louros) |
    • αν έχη γίνει ~ μέσα στο βολβό, μόνο μια σύγκαιρη επέμβαση μπορεί να το σώση (sc το μάτι) (AVlachos)

[der of αιματώνω & ματώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματωμένος, -η, -ο [ematoménos] (& ματωμένος)
  • ① bloody, bloodstained:
    • αιματωμένη πληγή |
    • με ματωμένα χέρια bloody-handed |
    • αιματωμένο μάτι bloodshot eye |
    • αιματωμένη γη |
    • ~ νεκρός |
    • αιματωμένα πτώματα |
    • αιματωμένη σάρκα |
    • αιματωμένο μαχαίρι |
    • αιματωμένη σημαία |
    • θρόνοι αιματωμένοι |
    • αιματωμένο μέτωπο, αιματωμένο πρόσωπο |
    • αιματωμένα σεντόνια |
    • επιδεικνύουν το αιματωμένο εσώρουχο της νύφης (Katsigra) |
    • το πρώτο συναπάντημά τους το ματωμένο και βροντερό (Vlachogiannis) |
    • και το γαλάζιο πουλί ψυχή μας― ... πέφτει μαδημένη, αιματωμένη, στα χώματα (Melas) |
    • δίνει αιματωμένα πειστήρια του πάθους του γι' ανεξαρτησία (Terzakis) |
    • poem εις τον κάμπο, Eλευθερία, |
    • ματωμένη περπατείς (Solom) |
    • και είδε αυτόν που παραστένει |
    • μαζωμένους τους εφτά |
    • στην ασπίδα αιματωμένη (id.) |
    • (ο νους μου ... πουλί) ... δε βρίσκει ...|...| μήτε κλαδάκι να διπλώση |
    • τα ματωμένα του φτερά (Malakasis)
  • ② cruelly suffering, feeling grief, tragic:
    • μας έρχεται στο νου η αιματωμένη ρήση του Νίτσε (Chatzinis) |
    • είναι ένα χρονικό αιματωμένο, ένα έργο που σπαρταρά από πάθος (Theotokas) |
    • είδανε με μάτι ψυχρό, μέσα από συζητήσεις και διαβάσματα, χωρίς τη δική μας ματωμένη βίωση (id.) |
    • poem πώς θα μπορούσε να τραγουδήση η ματωμένη καρδιά μας; (Geranis)
  • ③ bloodred, of bloodred color (syn in αιματερός 3):
    • το αιματωμένο ρόδο |
    • ματωμένο φεγγάρι |
    • με τον ήλιο που βουλούσε στο πέλαο ... με τις αχτίδες που σβηούσαν αιματωμένες ... όρμησε ο Γιαννίρης (Psichari) |
    • γροικούσε τη μυστική φωνή της φύσης, όταν διπλοκυμάτιζε το νερό, χωρίς αφρό, κάτου από τον αιματωμένο θρίαμβο του ήλιου (MSigouros) |
    • poem και σεντεφένια την αυγή και ματωμένη |
    • τη δύση (Palam) |
    • κ' οι ψαροπούλες, ροδαλές στου ήλιου που πεθαίνει |
    • το αιματωμένο βλέμμα, ξανοίγονται ως πέρα (Karyotakis) |
    • κι όταν ο ήλιος έπεσε πνιγμένος μες στα βάθη |
    • της ματωμένης θάλασσας, από τον κόσμο εχάθη (Malakasis)

[fr MG αιματωμένος & ματωμένος, ppp of MG & ModG αιματώνω ← AG αἱματῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματώνω [ematóno] -ομαι Ρ1 : κάνω, προκαλώ αιμάτωση.

[λόγ. < αρχ. αἱματ(ῶ) `λερώνω με αίμα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. αιμάτωση]

[Λεξικό Κριαρά]
αιματώνω· ματώνω.
  • Α´ (Mτβ.) πληγώνω:
    • διά τον αυθέντην των όλοι να ματωθούσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 785).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Bάφομαι με αίμα, πληγώνομαι:
      • τα σωθικά εματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα (Eρωτόκρ. B´ 1701).
    • 2) (Mέσ.) κοκκινίζω:
      • μη ματωθούν οι ακτίνες σου (ενν. Ήλιε) στο αίμα των Λατίνων (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 411).
    • 3) Συγκρούομαι σε μάχη:
      • να ματώσομεν αντάμα μετά τούτων (Θησ. E´ [628]).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία:
      • τα ματωμένα πλούτη (Eρωφ. Xορ. γ´ 436
      • ματωμένην μάχην (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2871).
    • 2) Που σχετίζεται με αίμα (κυριολ. και μεταφ.), ψυχικό πόνο:
      • (Λίμπον. 55
      • δάκρυα ματωμένα (Eρωτοπ. 147).
    • 3) Καμωμένος με αίμα:
      • γράμματά μοι έγραψεν … αιματωμένα (Διγ. Z 2998).
    • 4) Kοκκινωπός (εξαιτίας του πορφυρού λίθου):
      • (Bεν. 80).
    • 5) Που περιέχει αίμα:
      • νερόν … ματωμένον (Xούμνου, Kοσμογ. 2281).

[αρχ. αιματόω. H λ. και ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματώνω [ematóno] (& ματώνω) aor αιμάτωσα & μάτωσα, mediop αιματώνομαι & ματώνομαι, aor αιματώθηκα & ματώθηκα, ppp αιματωμένος & ματωμένος
  • Ⓐ trans
  • ① cause bleeding, wound (syn προξενώ αιμορραγία, πληγώνω):
    • μάτωσα το δάχτυλό μου με τ' αγκάθι |
    • poem κρατώ, καρφώνω επάνω του |
    • και ματώνω τα χέρια (Palam) |
    • στα πόδια που ματώνεστε περνώντας |
    • τα φτερά (id.) |
    • ... να ματώση |
    • τα νύχια του στη σάρκα μας βαθιά (Zevgoli) |
    • έγινα τόσο ευαίσθητος, μα τόσο |
    • με το να ματωθώ και να ματώσω (Peranthis)
  • ⓐ slaughter, of animals:
    • στείλ' τον (τον γκιόσο) ... να τον ματώσουμε, που είναι και γιορτή (Christovasilis) |
    • πλάγιασε καταγής το ένα κριάρι και το μάτωσε (Prevelakis)
  • ⓑ region. idiom phr το ματώνω cause bloodshed:
    • βιαζότανε να το ματώση (Melas) |
    • θα το ματώσουνε χωρίς ν' ακούσουνε κανένα (id.)
  • ⓒ stain w. blood (syn βάφω or λερώνω με αίμα):
    • μάτωσες το μαντήλι |
    • ματώθηκε το φόρεμα |
    • folks. ... κόψε μου το κεφάλι, |
    • να ματωθούν τα ρούχα μου και σένα το σπαθί σου (Theros) |
    • poem ... ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια |
    • και μάτωσα τη γη (Palam)
  • ② cause s.o. severe pain or intense grief, make one feel grief (syn κάνω κ. να πονέση, λυπώ, στενοχωρώ υπερβολικά):
    • το οικογενειακό χτύπημα μάτωσε την ψυχή του |
    • της μάτωσε την καρδιά με όσα της είπε |
    • folks. γιατί δεν άφηκες καρδιά να μη την αιματώσης (Passow) |
    • poem άσκημες χεριές απλώνουν |
    • και τις σάρκες τους ματώνουν (Skipis)
  • ③ make bloodred (syn αιματοβάφω 3):
    • poem μα ο ήλιος σαν αιμάτωσε τα χείλη των μαρμάρων, |
    • τ' αγάλματα της μίλησαν ... (Melachrinos) |
    • γαρούφαλα, που αιμάτωσαν του Μάη τα μεσημέρια (KKontos)
  • Ⓑ intr
  • ④ bleed (syn παθαίνω αιμορραγία):
    • μάτωσαν τα πόδια μου |
    • μάτωσε η μύτη μου my nose is bleeding |
    • idiom phr δε μάτωσε μύτη στο πραξικόπημα during the coup no one suffered bodily harm |
    • οι πληγές αυτές ... ματώνουν πάλι τώρα και πονούν (Papanoutsos)
  • ⑤ intr & mediop αιματώνομαι (& ματώνομαι) suffer severely (syn υποφέρω υπερβολικά):
    • δύσκολο πολύ ... να παίζης με το θεό και να μην αιματώνεσαι (Kazantz) |
    • για να φτάσωμε (τον εξευγενισμό μας) ... ματώσαμε και θυσιαστήκαμε (Papanoutsos) |
    • ματώνομε για να δημιουργήσωμε το έργο (Tsatsos)
  • ⑥ feel intense compassion or grief, bleed (syn λυπούμαι βαθιά, παθαίνω βαρύ ηθικό τραύμα):
    • ματώνει η καρδιά μου, όταν τον βλέπω my heart bleeds when I see him |
    • idiom phr θα ματώση η καρδιά τους you will tear them apart |
    • μάτωσε η ψυχή μου που είδα την κατάστασή του |
    • θα ματώνη ο νους μου (Frangias) |
    • poem μάτωσες, εκλεκτή ψυχή, και η πρωτινή σου στ' όχι |
    • στάθηκε γνώμη, απάνω στο χαμό (Malakasis)

[fr MG αιματώνω, ματώνω ← AG αἱματῶ]

< Προηγούμενο   1... 9 10 11 [12] 13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες