Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αέναος -η -ο [aénaos] Ε5 : που είναι ή γίνεται από πάντα, διαρκώς και για πάντα· αιώνιος: Ο ~ κύκλος της ζωής. Tο αέναο γίγνεσθαι.
αέναα ΕΠIΡΡ πάντοτε, διαρκώς, και τώρα και πάντα: Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~ εκκολάπτεται και γεννιέται. [λόγ. < αρχ. ἀέναος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αέναος, -η, -ο [aénaos] (L)
- perpetual, perennial, continual, incessant (syn αείροος):
- αέναη ροή perpetual flux; νόμος της αέναης ροής law of perpetual flux |
- αέναη πηγή perennial spring |
- fig αέναη πηγή ελευθερίας |
- αέναο ρεύμα |
- αέναα ποτάμια |
- το αέναο βουητό των νερών |
- αέναη κίνηση |
- αέναη φύση |
- ~ φαύλος κύκλος |
- αέναη και ασταμάτητη εξέλιξη |
- αέναη, αδιάκοπη μεταβολή |
- αέναη αλληλεπίδραση των λαών |
- ~ μόχθος και προσπάθεια |
- αέναη δημιουργία |
- αέναη δημιουργικότητα |
- αέναη μέριμνα |
- συνεχής και αέναη χαρά |
- αέναα δημοσιεύματα |
- τ' αέναα προσφυγικά κύματα (Melas) incessant waves of refugees |
- (η ποίηση του Σ.) αποκρίνεται στη θλίψη και στο δέος της φθοράς με το χαρούμενο άγγελμα της αέναης Aνάστασης της ζωής (Theotokas) |
- ο λόγος συλλαμβάνει το απόλυτο "είναι", οι αισθήσεις το αέναο "γίγνεσθαι" (Papanoutsos) |
- η αέναη χρήση της προπαγάνδας ερημώνει τις ψυχές (Panagiotop) |
- με το "πάντα ρει" θέτει ο Hράκλειτος την αέναη ροή, τη ρευστότητα, το γίγνεσθαι των όντων, του κόσμου (Tatakis) |
- poem εικοσιμία ωδές, |...| από τ' αμβροσίοδμον στόμα σου αναβλύσαν | ως τα θαυμάσια αέναα της Aρετής νερά (Sikel) |
- μακάριος της ζωής ο ερημίτης, | που ξέρει πάντα να θωρή | της Γης την όψη την αέναη (Skipis)
[fr MG ← K, AG ἀέναος]
- perpetual, perennial, continual, incessant (syn αείροος):



