Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ίσασις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ίσασις η.
  • Επανόρθωση, σιάξιμο:
    • το περισσόν έν’ βλαβερόν και ίσασιν δεν έχει (Κορων., Μπούας 36).

[<ισάζω + κατάλ. σις. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ισότητα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go