Παράλληλη αναζήτηση
| 100 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξωτερίκευση η [eksoteríkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωτερικεύω: H ~ των συναισθημάτων / του ψυχικού κόσμου.
[λόγ. εξωτερικεύ(ω) -σις > -ση]
- εξωτερικεύω [eksoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : εκδηλώνω ό,τι αισθάνομαι ή σκέφτομαι, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τους άλλους: ~ το μίσος / το θυμό μου. Εξωτερικεύει τη χαρά / τη λύπη του. Ενέργειες που δεν καταπολεμούν, απλώς εξωτερικεύουν το ανθρώπινο άγχος. H αγάπη εξωτερικεύεται με πολλούς τρόπους.
[λόγ. εξωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. extériorer]
- εξωτερικός -ή -ό [eksoterikós] Ε1 : ANT εσωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα έξω, έτσι ώστε να εφάπτεται με το χώρο πέρα από το αντικείμενο: H εξωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εξωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εξωτερική τσέπη. Εξωτερική μορφή. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το εξωτερικό τμήμα: Tο εξωτερικό ενός κτιρίου / δοχείου. Tο εξωτερικό ενός τροχού, το ελαστικό επίσωτρο. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει έξω από έναν κλειστό χώρο: H εξωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Εξωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εξωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που δε γίνονται στο στούντιο. γ. που γίνεται ή υπάρχει έξω από κτ. ή δεν προέρχεται από αυτό: Εξωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά / εμπόδια. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του έξω από το υποκείμενο: Ο ~ κόσμος / ερεθισμός. H εξωτερική πραγματικότητα. Οι εξωτερικές εκδηλώσεις της συνείδησης, λόγια ή πράξεις. δ. (γραμμ.): Εξωτερικό αντικείμενο, που δεν είναι σύστοιχο. || (μαθημ.): Εξωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται έξω από αυτό από μια πλευρά του και από την προέκταση της διπλανής της. || (ανατ., ιατρ.): Εξωτερικές εκκρίσεις. Εξωτερική χρήση ενός φαρμάκου. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτό: Εξωτερικές σχέσεις / δουλειές / υποθέσεις. || Tα εξωτερικά ιατρεία* του νοσοκομείου. β. (ειδικά για κράτος) που αφορά τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα κράτη: Εξωτερική πολιτική. Ο ~ τουρισμός / δανεισμός / κίνδυνος. Εξωτερικό εμπόριο / χρέος. Iσοζύγιο* εξωτερικών πληρωμών. Tο εξωτερικό συνάλλαγμα. Εξωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το σύνολο των άλλων κρατών: Δέμα / επιστολή για το εξωτερικό. Έφυγε / δραπέτευσε / σπουδάζει / εργάζεται στο εξωτερικό. Προϊόν που εξάγεται στο / εισάγεται από το εξωτερικό. Γραμματόσημο εξωτερικού. || (ως ουσ.) τα εξωτερικά, οι εξωτερικές υποθέσεις ή σχέσεις του κράτους: Yπουργός / υπουργείο Εξωτερικών. γ. που δεν ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εξωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που δε μένει στο οικοτροφείο του σχολείου.
εξωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος ~ ήρεμος. [λόγ. < αρχ. ἐξωτερικός `που ανήκει στο έξω΄ & σημδ. γαλλ. extérieur, étranger]
- εξώτερος, επίθ.
-
- 1) Εξωτερικός:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 379).
- 2) Έκφρ. πυρ ή σκότος εξώτερον = η κόλαση:
- (Διγ. Z 1108, 1101).
[μτγν. επίθ. εξώτερος. Το θηλ. και το ουδ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Εξωτερικός:
- εξώτερος -η -ο [eksóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο έξω από κτ. άλλο ή εντελώς έξω, πολύ μακριά, κυρίως το πυρ / το σκότος το εξώτερο(ν), η Kόλαση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξώτερος (αρχ. επίρρ. ἐξωτέρω συγκρ. του ἔξω) συμφυρ. φρ. της Κ.Δ.: εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον & εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον]
- εξωτικός, επίθ.· ξωτικός.
-
- (Στο συγκρ.) έξαλλος, τρελός:
- πάσχει ώσπερ πάσχουσιν οι εξωτικοτέροι (Σπαν. (Μαυρ.) P 127).
- Το ουδ. ως ουσ. = φάντασμα, ξωτικό:
- εθάρρουνα και ξωτικόν να ’ν’ κείνη (Ευγέν. 1237).
[μτγν. επίθ. εξωτικός. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- (Στο συγκρ.) έξαλλος, τρελός:
- εξωτικός -ή -ό [eksotikós] Ε1 : α.(για χώρα) που είναι μακρινή, συνήθ. τροπική, και σχετικά άγνωστη σ΄ εμάς, με τρόπο ζωής φυσικό και ελάχιστα ή καθόλου επηρεασμένο από το δυτικό πολιτισμό: Tα εξωτικά νησιά Φίτζι. β. που υπάρχει ή προέρχεται από εξωτική χώρα και επομένως είναι για εμάς σπάνιος ή ασυνήθιστος: Εξωτικοί χοροί. Εξωτικά ζώα / πουλιά / φυτά / φρούτα. ~ πολιτισμός. γ. που έχει κάποια εξωτικά χαρακτηριστικά και επομένως είναι παράξενος ή ασυνήθιστος: ~ χορός. Εξωτικό τραγούδι / ντύσιμο / χτένισμα. Εξωτική φωνή / ομορφιά.
εξωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. γ. [λόγ. < γαλλ. exotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐξωτικός `εξωτερικός, από άλλη οικογένεια΄ (μσν. σημ.: `ειδωλολάτρης΄)]
- εξωτισμός ο [eksotizmós] Ο17 : σύνολο από εξωτικά χαρακτηριστικά: Kινέζικος / γιαπωνέζικος ~. Διακόσμηση που δίνει στο χώρο μια νότα εξωτισμού.
[λόγ. < γαλλ. exotisme < exot(ique) = εξωτ(ικός) -isme = -ισμός]
- εξωτροπή η.
-
- Υποχώρηση, στροφή προς τα πίσω (πβ. εξωγύρισμα):
- εξωτροπήν εποίκεν, μεταγυρίζει ο Γιάγγουλας εις την αυτού κατούναν (Αργυρ., Βάρν. Κ 259 (έκδ. εποίησεν και μετ‑)).
[<επίρρ. έξω + ουσ. τροπή, αν δεν πρόκ. για δύο λ.]
- Υποχώρηση, στροφή προς τα πίσω (πβ. εξωγύρισμα):
- εξώτυπος, επίθ.
-
- (Προκ. για έσοδα ή έξοδα) έκτακτος:
- μίξον ομαδόν άπαντα τά λαμβάνω, την ρόγαν …, τα εσώτυπα, τα εξώτυπα (Προδρ. II 65 (πβ. και κριτ. υπ.)).
[<επίρρ. έξω + ουσ. τύπος. Η λ. και σε υπόδειγμα εγγρ. του 12. αι. (Σάθας, ΜΒ Sʹ 63221 και στο LBG]
- (Προκ. για έσοδα ή έξοδα) έκτακτος:



