Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγκειται [én
ite] Ρ πρτ. έγκειτο (στο γ' πρόσ.) : (λόγ., συνήθ. με υποκείμενο ουσιαστικό που δηλώνει κατάσταση, ιδιότητα κτλ.) συνίσταται, βρίσκεται σε ορισμένο σημείο: Σε τι ~ η δυσκολία του προβλήματος;, πού βρίσκεται; ποια είναι; Εδώ ακριβώς ~ η μοναδικότητα της προσφοράς τους. H σπουδαιότητα του έργου του ~ στο γεγονός ότι [λόγ. < γ' εν. του αρχ. ἔγκειμαι]



