Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έγια η.
  • Το φυτό ίον το τρίχρουν (πανσές) ή το εύοσμον (βιολέτα, μενεξές), και το άνθος του:
    • νάρκισσος εφυτρώθη και τριαντάφυλλα και έγιες (Διγ. Άνδρ. 37430 (έκδ. αίγες· πβ. Διγ. Z 2777 ρόδα συν τοις ίοις)).

[<ουσ. ίον. Η λ. στο Somav. (αί‑, λ. λουλούδι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έγια μόλα, έγια λέσα [éja móla éja lésa] : (ναυτ.) επιφωνηματική έκφραση που εκφωνείται για να δίνει το ρυθμό σε μια ομαδική προσπάθεια (π.χ. κωπηλασία, ανύψωση βάρους κτλ.).

[βεν. eia mola, έγια: αντδ. < βεν. eia < λατ. eia < αρχ. εrα επιφ. παρακίνησης (σύγκρ. για 6), μόλα: βεν. mola `χαλάρωσε το παλαμάρι΄, λέσα: < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες