Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άφερτος, επίθ.· ανήφερτος.
-
- Που δεν μπορεί να τον υπομείνει κανείς:
- Bοά φωνήν ανήφερτον (Kορων., Mπούας 84).
[αρχ. επίθ. άφερτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δεν μπορεί να τον υπομείνει κανείς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφερτος, -η, -ο [áfertos]
- ① not having been brought (ant φερμένος)
- ② not having come, not having arrived:
- έφυγε το πρωί κι ακόμα είναι ~ |
- adv phr άφερτο το γιόμα before lunch |
- folks. στοίχημα βάνουν ο Γιάννος κι η Παγώνα | ποιος θα διψάσει άφερτο το γιόμα (DPetrop)
[ModG άφερτος, cpd w. φερτός 'carried, portable, imported etc'; cf independently formed AG ἄφερτος 'insufferable, intolerable' (Aeschyl.), cpd w. AG φερτός 'endurable' (Eurip)]



