Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφεγγος -η -ο [áfeŋgos] Ε5 : που δεν έχει φέγγος, φως ή λάμψη· σκοτεινός: Άφεγγη νύχτα. ~ ουρανός. || Xλωμή κι αδύνατη, με άφεγγο βλέμμα.
[αρχ. ἀφεγγ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. και μετακ. του τόνου κατά τα στερ. με α- 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφεγγος, -η, -ο [áfeŋgos]
- ① not lit, dark (syn αφώτιστος, άφωτος, σκοτεινός, ant φεγγερός, φωτερός):
- αστραπές με σπαρταριστές αναλαμπές χαρακώνουν άφεγγο σκοτάδι (Polylas) |
- σταυροκοπιόταν θωρώντας τον αστρόσπαρτο ουρανό ή την άφεγγη νύχτα (Makistos) |
- poem .. ζει σ' άφεγγο ογρό κατώι (Palam) |
- μακριά στις άφεγγες πλαγιές μια λάμψη ασπρογαλιάζει (Panagiotop)
- ⓐ fig unclear, unintelligible, obscure, dark (syn σκοτεινός):
- poem δεν ήταν πιότερο η μέρα απ' τη νυχτιά | του κόσμου τ' άφεγγο μυστήριο να φωτίσει (Vrettakos)
- ② not shining, dull, dim (syn άλαμπος, ant λαμπερός, φεγγερός):
- άφεγγο πρόσωπο |
- τα μάτια του βαθουλωμένα κι άφεγγα είχαν από κάτω κάτι μεγάλα μαυράδια (Xenop) |
- μιλάς με τη φωνή της αβύσσου και βλέπεις με της λαμπυρίδας τ' άφεγγο φως (Roussia) |
- poem .. σκορπίζει χρώματα στο άφεγγο ρυάκι, | γονατιστή κλ (Geralis)
[der of pref α- & combin form -φεγγος (φέγγος); cf ηλιόφεγγος, πολύ-, τρί-φεγγος and ηλιοφεγγία (Koumanoudis: 1897) & MG αστροφεγγία (so also dial Kythera); cf also AG ἀφεγγής]
- ① not lit, dark (syn αφώτιστος, άφωτος, σκοτεινός, ant φεγγερός, φωτερός):



