Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άυπνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άυπνος -η -ο [áipnos] Ε5 : που δεν κοιμήθηκε: Είμαι ~ από προχτές.

[λόγ. < αρχ. ἄϋπνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άυπνος, -η, -ο [áipnos] (L)
  • sleepless, awake (syn άγρυπνος 1, ακοίμητος 1, ανύπνωτος 1, αΰπνωτος):
    • άυπνη νύχτα |
    • άυπνο παιδί |
    • έμεινε ~ όλη νύχτα |
    • ~ και κουρασμένος καθώς ήμουνα, έπεσα και κοιμήθηκα αμέσως (KChatzop) |
    • μπάρκαραν τους σαστισμένους κι άυπνους νεόνυμφους σ' ένα βαπόρι (Karagatsis) |
    • χωρίς να κοιμηθώ την νύκτα, άυπνη, πήρα το αεροπλάνο στις πέντε το πρωί (Stratou) |
    • με τα σκυλιά δίπλα τους οι πιστικοί περνούν τη νύχτα άυπνοι (ChZalokostas) |
    • poem .. με άυπνο μάτι καθαρό βιγλάει τον άγριο δίκιο νόμο (Kazantz Od 15.599)

[fr kath άυπνος ← K, AG, cpd w. Hπνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες