Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άρρωστος
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άρρωστος, επίθ. — ουσ.· πληθ. αρρώστοι.
  • Που δεν είναι υγιής, ασθενής:
    • άρρωστον επισκέψου (Σπαν. P 253· Iμπ. 709).

[αρχ. επίθ. άρρωστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρρωστος -η -ο [árostos] Ε5 : 1.(για πρόσ. ή ζώο) που έχει υποστεί βλάβη η υγεία του, που έχει προσβληθεί από ασθένεια· ασθενής. ANT υγιής: Έπεσε / είναι βαριά ~. Tο άρρωστο παιδί ψηνόταν από τον πυρετό. Kάνει τον άρρωστο για να μην πάει στο σχολείο. || (ως ουσ.) ο άρρωστος: Ο ~ χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση. Οι άρρωστοι παραπονέθηκαν για την ποιότητα του φαγητού του νοσοκομείου. ΠAΡ ΦΡ παρηγοριά* στον άρρωστο (ώσπου να βγει η ψυχή του). || (για φυτά, καρπούς): Άρρωστο δέντρο / φυτό / κλήμα / πεύκο. 2. (μτφ.) για κπ. που ασχολείται υπερβολικά, με πάθος με κτ.: Είναι ~ με το ψάρεμα / το ποδόσφαιρο / τη χαρτοπαιξία. 3. που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται ως υγιές ή φυσιολογικό· αρρωστημένος: Άρρωστο μυαλό. Άρρωστη φαντασία. Άρρωστες σκέψεις / ιδέες / επιθυμίες. αρρωστούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ 1. άρρωστος. 2. ελαφρά άρρωστος: Aρρωστούλα είναι η καημένη. αρρωστούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ 1. άρρωστος. 2. ελαφρά άρρωστος.

[αρχ. ἄρρωστος· άρρωστ(ος) -ούλης, -ούτσικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρωστος1 [árostos] ο, pl άρρωστοι & αρρώστοι,
  • sick person, patient (syn in αρρωστημένος1 1):
    • phr παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του encouraging a sick person until he dies, said of well-intentioned attempts to palliate or conceal the hopelessness of a situation |
    • είχανε σηκώσει πέντε στοές, να περιμένουνε ξαπλωμένοι στον ήσκιο οι αρρώστοι (Myriv) |
    • σα γιατρός που ήταν, πήγε να δει τους αρρώστους του (Petsalis) |
    • ο καλύτερος γιατρός είναι εκείνος που διασκεδάζει τον άρρωστο, ώσπου ο χρόνος να τον γιατρέψει (Evelpidis) |
    • αντιδρούν όπως αντιδρά ο ~ στο γιατρικό (PSolomos) |
    • poem και βρήκαν τον καιρό οι αγιάτρευτοι | κ' οι αρρώστοι όλοι να γιάνουν (Skipis)

[fr postmed, MG άρρωστος, substantiv. m of άρρωστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρωστος2, -η, -ο [árostos]
  • ① sick, ill, diseased, ailing (syn in αρρωστημένος2 1):
    • ~εργάτης |
    • άρρωστη κοπέλα |
    • άρρωστη καρδιά |
    • άρρωστο ζώο, κορμί |
    • άρρωστα νεύρα, πόδια |
    • σωματικά, ψυχικά ~ |
    • έπεσε ~ he fell sick (syn αρρώστησε) |
    • κάνει (or υποκρίνεται) τον άρρωστο (την άρρωστη) he (she) pretends to be sick, he (she) malingers |
    • είναι ~ από αγάπη he is love-sick |
    • οι γυναίκες πιάναν το ράσο του και γύρευαν να βλογήσει τ' άρρωστα μωρά (Bastias) |
    • πολεμά να κοιτάξει τον ήλιο με μάτια άρρωστα (Stasinop)
  • ⓐ caused by, or indicative of, sickness, sickly (syn in αρρωστημένος2 1b):
    • την κοίταζε βουβός, μ' ένα βλέμμα άρρωστο, πυρετικό (Theotokas) |
    • poem ποια άρρωστη φωνή μέσ' τη νυχτιά | λέει αντίο; (Dimakis)
  • ⓑ fig ailing, sick, disordered, disoriented:
    • άρρωστη γενιά, κοινωνία |
    • προσπαθεί να συλλάβει ένα καινούργιο πιστεύω για την άρρωστη ανθρωπότητα (Theotokas) |
    • σ' αυτή την άρρωστη πολιτεία θα έχουνε τη θέση τους και η ζωγραφική και η διακοσμητική (Andronikos)
  • ② fig pale, weak, dim (syn in αρρωστημένος2 2):
    • ένοιωσε τον ήσκιο της στο άρρωστο φως του σύντομου απομεσήμερου (Panagiotop) |
    • poem κ' η άρρωστη αυγή | βρίσκει πάλι αναμμένη | τη λάμπα της αγρύπνιας μου (Ritsos)
  • ③ sick, abnormal, morbid (syn in αρρωστημένος2 4):
    • ~πόθος, ρομαντισμός |
    • άρρωστη αγάπη, θέληση, προσοχή, φαντασία |
    • χτυπά την αρχαιολατρεία, γιατί τη βλέπει μολεμένη από τον άρρωστο καιρό του (Chourmouzios) |
    • μόνο άρρωστα μυαλά είναι δυνατό να εύχουνται έναν πόλεμο κλ (Theotokas) |
    • αν λοιπόν είναι άρρωστες οι ιδέες, η αρρώστια τους δεν είναι ενδογενής (Panagiotop)

[fr postmed, MG άρρωστος ← K (also pap), AG ἄρρωστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go