Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρρην -ην -εν
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άρρην ο· άρρενας.
  • Άντρας:
    • (Eρμον. Ω 274), (Φυσιολ. (Legr.) 646).

[αρχ. ουσ. άρρην]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρρην -ην -εν [árin] Ε γεν. άρρενος, πληθ. αρσ. και θηλ. άρρενες, ουδ. άρρενα, γεν. αρρένων : (λόγ.) ο αρσενικός: Άρρενα τέκνα. Φύλο άρρεν. Άρρενα άνθη, που φέρουν μόνο στήμονες. || (ως ουσ.): Γυμνάσιο / λύκειο αρρένων.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἄρρην]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρην1 [árin] ο, rare in nom (& D άρρενας) (L)
  • male person, male (syn άνδρας 1, αρσενικός1 2):
    • σχολείο αρρένων boys' school (syn αρρεναγωγείο, ant σχολείο θηλέων) |
    • μητρώο αρρένων (municipal) male register (near-syn δημοτολόγιο) |
    • το στέμμα περνά στους απογόνους του βασιλιά, κατά τάξη πρωτοτοκίας και με προτίμηση για τους άρρενες (Christidis EΣ) |
    • η Άρτεμις αρνείται να σκλαβωθεί στον άρρενα (ChZalokostas) |
    • εξέτασα το γυμνό κορμί όχι ως άρρενας, ως γιατρός (Kanellis)

[fr kath άρρην, substantiv. m of άρρην2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρην2, -εν [árin] rare in nom sg (& D άρρενας) (L)
  • male, masculine (syn αρσενικός2 1, ant θηλυκός):
    • άρρενες υπάλληλοι |
    • άρρενα άνθη, πουλιά |
    • απόκτησε τρία άρρενα τέκνα |
    • οι άρρενες ηθοποιοί υπήρξαν βραδυκίνητοι (Athanasiadis-N) |
    • η μαντική δύναμη της θεάς μεταβιβάστηκε στον άρρενα θεό (Dakaris) |
    • από τους άρρενες προγόνους της πήρε την αλύγιστη θέληση (Skouzes)

[fr kath άρρην ← MG άρρην ← PatrG, K (also pap), AG ἄρρην]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες