Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρπα-κόλλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άρπα-κόλλα [árpa kόla] adv phr (written also αρπακόλλα & στο άρπα-κόλλα)
  • fast and sloppily:
    • έγραψε ένα άρθρο έτσι ~ |
    • χτίζουν πολυκατοικίες στο ~

[cpd of άρπα (2sg imper aor of αρπάζω) & κόλλα (2sg imper aor of κολλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες