Παράλληλη αναζήτηση
| 55 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρπάκτης ο· αρπαχτής.
-
- Aυτός που αρπάζει:
- Tον αρπαχτήν π’ αρπάζοτουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1507])·
- (επιθετ.):
- οι γέρακες άνδρες αρπάκτες ένι (Διγ. Esc. 327).
[μτγν. ουσ. αρπακτής - αρπάκτης (DGE)]
- Aυτός που αρπάζει:
- αρπακτικά1 [arpaktiká] adv (L) (& D αρπαχτικά)
- ① in a grasping manner, graspingly (syn αρπαχτά 1):
- ο ένας καλόγερος τίναξε αρπαχτικά το χέρι του, σα να 'θελε να τα πιάσει (Kazantz) |
- οι άνθρωποι δε χρησιμοποιούν πια τα δάχτυλα των ποδιών τους ~, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους πάνω στα δέντρα (Evelpidis)
- ② rapaciously, voraciously, greedily, hungrily (syn άπληστα L, αρπαχτά 2, λαίμαργα):
- ερευνούσε αρπαχτικά στο δρόμο τους άντρες (Kazantz) |
- ο Kινέζος τόσο ~ πιάνεται από τα πράματα και θέλει να τα κάμει δικά του (id.) |
- poem .. κι ως σπαράζουν | τρανή αλαφίνα διπλοκέρατη μέσ' τα βουνά, την τρώνε | αρπαχτικά κλ (Homer Il 16.159 Kaz-Kakr) |
- .. στ' ανοιχτά κυνηγάει, | ~ τσιμπώντας ό,τι λάχει (Mammelis)
- ③ quickly, hastily, hurriedly (syn αρπαχτά 3, βιαστικά, γρήγορα, πεταχτά):
- έφαγα αρπαχτικά |
- αρπαχτικά ξεχωρίζω τους λιπόσαρκους χωριάτες να σκύβουν πάλι στα ρυζοχώραφά τους (Kazantz) poem πεζεύω, στα πλατάνια δένω τ' άλογο | κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα (Krystallis)
[fr postmed (Somavera) αρπακτικά, der of αρπακτικός]
- ① in a grasping manner, graspingly (syn αρπαχτά 1):
- αρπακτικά2 [arpaktiká] τα, (L) orn
- birds of prey, raptores
[fr kath αρπακτικά (sc πτηνά), substantiv. n pl of αρπακτικός]
- αρπακτικός, επίθ.
-
- 1) Που έχει την τάση να αρπάζει:
- αρπακτικήν … χείρα (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 108).
- 2) (Προκ. για νερό) που αντλείται γρήγορα· «αμίλητο»:
- (Iερακοσ. 39119).
[μτγν. επίθ. αρπακτικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει την τάση να αρπάζει:
- αρπακτικός -ή -ό [arpaktikós] & αρπαχτικός -ή -ό [arpaxtikós] Ε1 : που έχει την τάση ή την ικανότητα να αρπάζει: Aρπακτικά πτηνά / όρνια. || Aρπακτικές διαθέσεις. || (μτφ.): Aρπακτικό βλέμμα. || (ως ουσ.) τα αρπακτικά, για πτηνά σαρκοβόρα.
αρπακτικά & αρπαχτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἁρπακτικός· ελνστ. ἁρπακτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- αρπακτικός, -ή, -ό [arpaktikós] (L) (& D αρπαχτικός & Kazantz αρπαχτικιά)
- ① predatory, predacious:
- αρπαχτικό γεράκι, λιοντάρι |
- όλοι οι εργοδότες δεν είναι αρπακτικά όρνεα |
- η Λιβαδιά ήταν η βίγλα, απ' όπου ξεκινούσαν για τις αρπακτικές τους εκστρατείες (Ouranis) |
- μηδέ τα τσακάλια στο λόγγο δεν είναι τόσο αρπαχτικά και τόσο σκληρόκαρδα (Panagiotop) |
- αν (το ψάρι) τύχαινε να 'χει αρτυθεί μ' ανθρώπινο κρέας, τότες γινόταν πιο αρπακτικό, χύμαγε αδίσταχτα στο βουτηχτή (Zappas)
- ⓐ rapacious, greedy, covetous, insatiable (syn άπληστος2 1, άρπαγας2):
- ~λαός |
- αρπακτική βουλιμία, πολιτική, φάτσα, ψυχή |
- αρπακτικό ύφος |
- αρπαχτική ανατριχίλα επάγωνεν απ' άκρη σ' άκρη το σώμα του (Karkavitsas) |
- πάλευαν να σώσουν το βιος τους από τις αρπακτικές διαθέσεις της αγροτιάς (Melas) |
- poem οι κόρακες αρπακτικοί βρίθαν στα διάφεγγα ύψη (Peranthis)
- ② grasping, grabbing, gripping:
- αρπαχτικά δόντια, μάτια, νύχια |
- είδα κι έπαθα να ξεφύγω από τα αρπακτικά χέρια, με τα οποία τραβούσαν τα μανίκια μου (Ouranis) |
- poem .. σφήνωνε στο γόνα | βαθιά το αρπαχτικό σαν του θεριού τετράγκωνο σαγόνι (Kazantz Od 7.704)
- ③ hasty, hurried (syn αρπαχτός, βιαστικός, πεταχτός):
- έριξα μια βίαιη αρπαχτικιά ματιά στις ζωγραφιές γύρα και σβάρνισα τα λαμπερά χρώματα (Kazantz)
[fr postmed (Somavera), MG αρπακτικός ← PatrG, K ἁρπακτικός, der of ἁρπακτός]
- ① predatory, predacious:
- αρπακτικότητα η [arpaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρπακτικού, η τάση για αρπαγή: Όλο και περισσότερο εκδηλώνεται η ~ των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
[λόγ. αρπακτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αρπακτικότητα [arpaktikόtita] η, (L) (& D αρπαχτικότητα)
- rapaciousness, covetousness, graspingness, greed (syn απληστία 3, near-syn βουλιμία):
- πειρατική, πολιτική ~ |
- ~ των ευγενών, των τυχοδιωκτών |
- σπάνια είδα άνθρωπο να βάζει με τόση αρπαχτικότητα σ' ενέργεια τα μάτια του, τα χέρια του, τα δόντια (Kazantz) |
- της κεφαλαιοκρατίας η ιταμή ~είναι ο καλύτερος σύμμαχος του κομμουνισμού (Tsatsos, adapted) |
- η τούρνα στην ~ ξεπερνάει το σκυλόψαρο (Potamianos) |
- οι αρματολοί φημίζονται για τη σκληρότητα και την αρπακτικότητά τους (Vacalop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρπακτικότης, der of αρπακτικός]
- rapaciousness, covetousness, graspingness, greed (syn απληστία 3, near-syn βουλιμία):
- αρπακτικώς, επίρρ.
-
- (Προκ. για άντληση νερού) γρήγορα, αμίλητα:
- ύδωρ δραμών αρπακτικώς άντλησον (Iερακοσ. 39122).
[<επίθ. αρπακτικός. Η λ. στον Hσύχ. (DGE) και σε σχόλ.]
- (Προκ. για άντληση νερού) γρήγορα, αμίλητα:
- άρπαξ, επίθ.· άρπαγας.
-
- 1) Που αποκτά κ. με αρπαγή, αρπακτικός, πλεονέκτης:
- ο Mπεντε-Bόγια άρπαγας, διατί την κυριεύει (ενν. την Mπολόνιαν) (Kορων., Mπούας 68).
- 2) (Προκ. για απαγωγή) κλέφτης, απαγωγέας:
- (Bακτ. αρχιερ. 148).
[αρχ. επίθ. άρπαξ. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Που αποκτά κ. με αρπαγή, αρπακτικός, πλεονέκτης:



